Β
Τιμ. 1,7 οὐ
γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ.
Β Τιμ. 1,7 Διότι δεν μας έδωκεν ο Θεός
πνεύμα δειλίας, ώστε να φοβούμεθα δυσκολίας και απειλάς και διωγμούς, αλλά μας
έδωκε πνεύμα δυνάμεως, δια να νικώμεν, και αγάπης και σωφρονισμού, ώστε με
σύνεσιν να καθοδηγούμεν στον δρόμον του Θεού τον ευατόν μσας και τους άλλους.
Β
Τιμ. 1,8 μὴ
οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ
συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ,
Β Τιμ. 1,8 Και, λοιπόν, μη δειλιάσης ποτέ
και μη εντραπής να ομολογής την καλήν μαρτυρίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού·
μη εντραπής ακόμη και εμέ, τον δέσμιον και φυλακισμένον δια την ομολογίαν του
Χριστού, αλλά κακοπάθησε μαζή μου προς χάριν του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την
δύναμιν, που δίδει ο Θεός.