Στὴν ἀρχή, ὅταν πῆγε
στὸ Σινᾶ, ἀποφάσισε νὰ ἀνεβῆ στὸ ἀσκητήριο καὶ νὰ καθίση δύο βδομάδες, χωρὶς νὰ
κατέβη στὸ μοναστήρι.
Ἐνημέρωσε τοὺς πατέρες γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦν.
Τοῦ λέγει ὁ π. Σωφρόνιος: -Θ'ἀντέξεις,
Γέροντα, ἐκεῖ πάνω
;
-Θὰ προσπαθήσω, θὰ
παρακαλέσω τὸν θεὸ νὰ ἀντέξω.
Ἀργότερα διηγήθηκε:
«Τὸ τί τράβηξα ἐκεῖ πάνω μέ τον πειρασμὸ δεκαπέντε μέρες, δὲν λέγεται, δὲν
μπορεῖς νὰ φαντασθῆς!
Αἰσθανόμουν σὰν νὰ ἤμουν
καρφωμένος πάνω στὸν Σταυρό.
Μετά, τὴν δεύτερη
Κυριακή, κατέβηκα στὸ μοναστήρι νὰ λειτουργηθῶ.
Ὅταν κοινώνησα αἰσθάνθηκα
τὴν Θεία Κοινωνία σὰν γλυκὸ κρέας.
Ἦταν σῶμα καὶ αἷμα
Χριστοῦ».
Ἐνισχυμένος ἀπὸ αὐτὸ
τὸ σημεῖο καὶ βλέποντας ἀπὸ τὴν Μονὴ τὸ ἀσκητήριο, εἶπε στὸν διάβολο:
-Ἅμα θέλης, ἔλα
τώρα, νὰ πολεμήσουμε.
ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Ἱερομονάχου Ἰσαὰκ (σελ. 165)