Το δημοσίευμα της «Μακεδονίας» της 13ης Αυγούστου 1978 είχε 4στηλο τίτλο με ερωτηματικό: «Υπάρχουν τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου σ’ ένα ιταλικό χωριό;». Στον υπότιτλο αναφερόταν: «Στο Σαν Λορέντζο ιν Κάμπο, κοντά στην Αγκόνα. – Σε κρύπτη του αββαείου βρέθηκε λάρνακα με λατινική επιγραφή που το αναφέρει». Στον υπέρτιτλο («καπέλο») έγραφε: «Ανακοίνωση έγινε στην Ακαδημία».
Διαβάζουμε στο lead του δημοσιεύματος: «Τα ιερά λείψανα του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης, βρίσκονται σε μία μικρή ιταλική πολίχνη λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αγκόνα. Τα ιερά λείψανα του Μυροβλύτη Αγίου, που είναι τόσο συνδεδεμένος με την ιστορία της Θεσσαλονίκης, ανακάλυψε η βυζαντινολόγος δ. Μαρία Θεοχάρη, που υπηρετεί στο ανώτατο ινστιτούτο οικουμενικών σπουδών του Μπάρι και διδάσκει ιστορία της βυζαντινής τέχνης».ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ
Ἡ βυζαντινολόγος – ἀρχαιολόγος κυρία Μαρία Θεοχάρη, ποῦ ἔχει ἰδιαίτερα ἀσχοληθεῖ μέ θέματα ἐρεύνης ἀγνώστων θεμάτων τῆς παλαιοχριστιανικῆς ἐποχῆς, εἶχε πρόσφατα μιά ἐπιτυχία ποῦ συνεκίνησε τόν Ὀρθόδοξο κόσμο καί ἰδιαίτερά τους Θεσσαλονικεῖς. Βρῆκε ὅτι τό λείψανο τοῦ προστάτη τῆς συμπρωτεύουσας Ἁγίου Δημητρίου βρίσκεται στό Σάν Λορέντζο τῆς Ἰταλίας. Λεπτομέρειες γιά τήν ἀνακάλυψη αὐτή δίνει ἡ κυρία Θεοχάρη στό ἄρθρο τῆς αὐτό.
Στό Δημοτικό Μουσεῖο τῆς ἰταλικῆς πόλεως Σασσοφεράτο, κοντά στήν Ἀγκώνα, φυλάγεται ψηφιδωτή εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἡ εἰκόνα παριστάνει τόν ἅγιο Δημήτριο σάν στρατιωτικό ἅγιο, ὄρθιο, νά κρατᾶ στό δεξί χέρι, τό δόρυ, στό ἀριστερό ἀσπίδα. Μιά ἀσημένια κορνίζα πλαισιώνει τήν εἰκόνα: ἔχει στίς δυό κάθετες πλευρές της, ἑλληνικές ἐπιγραφές. Ἤ ἐπιγραφή τῆς ἀριστερῆς πλευρᾶς, ἡ καί σπουδαιότερη, δέν ὑπάρχει σήμερα, τήν γνωρίζουμε ὅμως ἀπό τό Corpus Inscriptionum Graecarum, ὅπου δημοσιεύθηκε τό 1877. Λέγει τά ἑξῆς: «Ὤ μεγαλομάρτυς Δημήτριε μεσίτευσον πρός Θεόν ἴνα τῶν πιστῶν σου δούλω τῷ ἐπιγείω βασιλεῖ Ρωμαίων Ἰουστινιανῶ δοίη μοί νηκῆσαι τούς ἐχθρούς ἐμοῦ καί τούτους ὑποτάξαι ὑπό τούς πόδας μου».
Στήν ὁριζόντια ἐπάνω πλευρά τῆς κορνίζας, στό μέσο ὑπῆρχε χρυσό φιαλίδιο μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἅγιον Μύρον». Ἄλλες παραστάσεις, ὅπως δικέφαλοι ἀετοί ἤ τό τετράγραμμο Β, Β, B,B, ἔμβλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνουν τή διακόσμηση τοῦ πλαισίου.
Ἡ εἰκόνα αὐτή, ποῦ ἐμφανίστηκε καί στήν Ἔκθεση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, ποῦ ἔγινε στήν Ἀθήνα τό 1964, ἀνήκει σύμφωνα μέ τίς γνῶμες διακεκριμένων βυζαντινολόγων, στά ὡραιότερα ἔργα τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων. Ἡ ἐπιγραφή τῆς ὅμως, ποῦ ἀναφέρει αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, ἀπασχόλησε ἐπανειλημμένως τούς ἱστορικούς, ὅπως τόν Σάθα – τό 1877 ποῦ ἔλαβε γνώση ἀπό τό Corpus καί τό Vasiliev τό 1950. Καί οἱ δυό – Ο Vasiliev προφανῶς παρασυρμένος ἀπό τόν Σάθα – ὑποστήριξαν πῶς πρόκειται γιά τόν Ἰουστινιανό τόν Β ?, ὁ ὁποῖος πράγματι τό 688 κατήγαγε λαμπρή νίκη ἐναντίον τῶν Σλάβων, μέ τή θαυματουργή ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου της Θεσσαλονίκης. Ἡ δυσκολία ὅμως ἔγκειται στό ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι τοῦ 14ου αἵ. ἐνῶ νίκη τοῦ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Β χρονολογεῖται στό 688. Ἄλλον ἕνα Ἰουστινιανό γνωρίζει τό Βυζάντιο, τόν μεγάλο αὐτοκράτορα τοῦ 6ου αἵ.
Ἀλλά τό ὕφος τῆς ἐπιγραφῆς δηλώνει καθαρά πῶς ὁ ἴδιος ὁ κτήτορας τῆς εἰκόνας ἀπευθύνεται πρός τό Μεγαλομάρτυρα καί τοῦ ζητᾶ νά μεσιτεύσει στό Θεό γιά νά τοῦ χαρίσει τή νίκη. Εἶναι ἀδύνατο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἀφιερωτής τῆς εἰκόνας ἀντιγράφει ἐπίκληση προγενέστερου αὐτοκράτορα σέ ἐποχή μάλιστα ποῦ, ὅπως ὁ 14ος αἰώνας, τό Βυζάντιο εἶχε στή διάθεσή του ἐξαίρετους ἐπιγραματοποιούς σάν τόν Μανουήλ Φιλή.
Τό πρόβλημα τῆς ταυτίσεως τοῦ αὐτοκράτορα τῆς εἰκόνας γίνεται ἀκόμη δυσκολοτερο ὅταν παρατηρήσει κανείς, ἀπό διάφορα ἐπιγραφικά καί διακοσμητικά στοιχεῖα, ὅτι τό πλαίσιο εἶναι ὑστερότερο τῆς εἰκόνας, πράγμα ποῦ δέν εἶχαν προσέξει μέχρι τώρα ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἑρμηνεία τῆς ἐπιγραφῆς.
Ἀναζητώντας τή λύση στό πρόβλημα αὐτό χρειάστηκε νά ἀνατρέξουμε στήν ἀρχειακή ἔρευνα. Ἡ ἔρευνα αὐτή νομίζω πῶς μᾶς ἔδωσε τή λύση ἐνῶ συγχρόνως μᾶς ἔδειξε πῶς ἡ εἰκόνα συνδεόταν μέ τά λείψανα τοῦ Μεγαλομάρτυρα τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐντοπίσουμε τά λείψανα.
Εἶναι γνωστό ἀπό τούς «Βίους» καί τά «Θαύματα» τοῦ Μυροβλήτη, πού ἀποτελοῦν μεγάλης σημασίας ἱστορικές πηγές γιά τό μεσαιωνικό βίο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι ὁ ἅγιος «λόγχαις κατεσφάγη» στό δημόσιο λουτρώνα τῆς πόλεως, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἵ., κατά τή διάρκεια τῶν μεγάλων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἐπί Διοκλητιανού. Τήν ἴδια νύχτα, κρυφά, οἱ Χριστιανοί ἔσκαψαν τάφο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του καί ἔθαψαν τό ἐγκαταλειμμένο σῶμα τοῦ μάρτυρα. Τό 313 μετά τό διάταγμα περί ἀνεξιθρησκίας, χτίζεται ἕνας μικρός «οἰκίσκος» πάνω ἀπό τόν τάφο του. Στά μέσα τοῦ 5ου αἵ., ὁ ἔπαρχος τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιος, ποῦ γιατρεύεται, μέ θαῦμα τοῦ ἁγίου ἀπό βαριά ἀρρώστια, χτίζει μία μεγάλη βασιλική στά ἐρείπια τοῦ ρωμαϊκοῦ λουτροῦ. Τότε μεταφέρεται κι ὁ τάφος ἀπό τό μικρό «οἰκίσκο» μέσα στήν ἐκκλησία. «Κατά μέσον του ναοῦ, πρός τοῖς λαιoίς πλευροῖς», ἱδρύθηκε τό περίφημο ἀσημένιο Κιβώριο πού περιεῖχε τή λάρνακα τοῦ ἁγίου. Οἱ ἀνασκαφές τοῦ ἀειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά τήν πυρκαϊά τοῦ 1917, ἔφεραν στό φῶς τήν ἑξάγωνη βάση του. Ἐξ ἄλλου ἡ ἐξαιρετικῆς σημασίας μελέτη τοῦ καθηγητῆ κ. Ἀνδρέα Ξυγγόπουλου μᾶς ἀποκάλυψε ποιό ἦταν τό σχῆμα τοῦ Κιβωρίου καί τῆς λάρνακας καί ἔθεσε τά προβλήματα τά σχετικά μέ τό μαρτύριο καί τήν εἰκονογράφησή του. Ἐπρόκειτο γιά ἕνα κενοτάφιο πού περιεῖχε τήν ἀσημένια λάρνακα μέ τήν ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ ἁγίου, ποῦ προσκυνοῦσαν οἱ πιστοί ἐνῶ «ἔκειτο ὑπό γῆν τό πανάγιον αὐτοῦ λείψανον» ἀπό τό ὁποῖον ἔρεε τό μύρο. Τό λείψανο αὐτό οἱ πιστοί τό ‘βλεπαν στά ὄνειρά τους. Κι ἡ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης τό φρουροῦσε ἄγρυπνα ἀφοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ σέ δύο αὐτοκράτορες, τόν Ἰουστινιανό καί τόν Μαυρίκιο, νά τούς δώσει τεμάχιο.
Στό ναό τῆς Θεσσαλονίκης τό λείψανο τοῦ ἁγίου δέν ὑπάρχει πιά. Οἱ ἀνασκαφές τοῦ Σωτηρίου ἔφεραν στό φῶς μόνον ἕνα φιαλίδιο μέ τό αἷμα τοῦ μάρτυρα. «Ἄλλωστε κι ἡ ἀρχειακή ἔρευνα ἔδειχνε πῶς ἔπρεπε νά τό ἀναζητήσουμε στήν Ἰταλία.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά ἀπό τό Σασσοφεράτο ὅπου φυλάγεται ἡ εἰκόνα, βρίσκεται τό Σάν Λορέντζο ἴν Κάμπο. Σήμερα εἶναι μία γραφική πολίχνη ὅπου ἡ ζωή κυλάει ἤρεμα. Στό μεσαίωνα ὅμως ὑπῆρξε ἕνα ἀκτινοβόλο ἐκκλησιαστικό κέντρο. Εἶναι χτισμένη στήν περιοχή τῆς ἀρχαίας πόλεως Σουάσα, γνωστῆς ἀπό τόν Πλίνιο καί τόν Πτολεμαῖο. Πολύ νωρίς ὁ μοναχισμός ἀναπτύχθηκε στό Σάν Λορέντζο καί πολλά μοναστήρια ἀνοικοδομήθηκαν. Ἀλλά οἱ ἐπιδρομές τῶν Λομβαρδῶν καί ἄλλων βαρβάρων ἐρήμωσαν τόν τόπο καί διατάραξαν τή ζωή τῶν μοναχῶν. Τοῦτοι ὅμως μέ τό ἀργό καί σιωπηλό ἔργο τους, τό μακρύ καί ἐπίπονο, κατόρθωσαν ν’ ἀναζωογονήσουν τίς λεηλατημένες καί ἐγκαταλελειμμένης περιοχές, πού ἄνθισαν καί πάλι, ἀνάμεσα στόν 8ο καί 12ο αἰώνα. Σέ τούτη τή δεύτερη περίοδο, ὁ μοναχισμός του Σάν Λορέντζο βρισκόταν σέ σχέση ἐξαρτήσεως ἀπό τόν «Ἅγιο Βιτάλιο τοῦ Λιμένα, τῆς Ραβέννας.
Τό ἀββαεῖο του Σάν Λορέντζο ἀνάγεται περίπου στό ἔτος 1000 καί φαίνεται ὅτι εἶχε στενούς δεσμούς μέ τό περίφημο μοναστήρι Ντί Φόντε Ἀβελλάνα ὅπου διατηροῦνταν πολλά κειμήλια βυζαντινά. Ὁ ναός τοῦ ἀββαείου, στό πέρασμα τοῦ χρόνου, δέχτηκε πολλές μεταρρυθμίσεις καί ἀνανεώσεις. Στήν κρύπτη του, ὑπάρχει σήμερα, κάτω ἀπό ἁψίδα τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχους, ξύλινη πολυτελής λάρνακα σέ σχῆμα ἀντεστραμμένης κολούρου πυραμίδας, ποῦ προφυλάγεται ἀπό σιδερένιο κιγκλίδωμα. Ἡ λάρνακα αὐτή λέγεται ὅτι περιέχει τά ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης.
Στό Ἐνοριακό Ἀρχεῖο του Σάν Λορέντζο σώζονται τά ἔγγραφα πού μᾶς πληροφοροῦν σχετικά μέ τή λάρνακα καί τήν ἀνεύρεσή της. Τό διεξοδικότερο ἀλλά καί νεότερο εἶναι μία συμβολαιογραφική πράξη τοῦ 1779, πού ἔχει τήν ὑπογραφή τοῦ συμβολαιογράφου Nicolo Lazzarini. Τό ἔγγραφο αὐτό σέ συνδυασμό μέ παλαιότερες ἐκθέσεις, θεσπίσματα καί ἐπιγραφές (1520, 1592, 1599, 1604) μᾶς δίνει τό ἀκόλουθο ἱστορικό της ἀνευρέσεως καί λατρείας τοῦ λειψάνου.
Στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1520, ἐνῶ γίνονταν ἐργασίες ἀναστηλώσεως στό ναό ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μάρκο Βιγέριο τόν Β ?, ἐπίτροπο τοῦ ἀββαείου, βρέθηκε κάτω ἀπό τό κεντρικό ἱερό βῆμα τοῦ ναοῦ, ἐντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη μέ κόκκινο. Τήν ἄνοιξαν καί εἶδαν ὅτι περιεῖχε ἅγια λείψανα καθώς καί μία μολύβδινη πλάκα, πού διατηρεῖται μέχρι σήμερα καί φέρει σέ συντομογραφία μία λατινική ἐπιγραφή. Στή θέα τῆς λάρνακας, κλῆρος καί πιστοί, χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, ἀναγνώρισαν ὅτι πρόκειται γιά τά λείψανα τοῦ ἁγίου της Θεσσαλονίκης. Ὁ ἐπίσκοπος Βιγέριος τήν ἑρμήνευσε ἔτσι «Ἐνθάδε ἀνά παύεται τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ἐπιφανοῦς Θεσσαλονικέως μάρτυρος», ἀνάγνωση πού δέν ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα στούς κανόνες τῆς ἐπιγραφικῆς καί ποῦ προϋποθέτει προγενέστερη γνώση τοῦ περιεχομένου τῆς λάρνακας. Ἡ ἐπιγραφή πρέπει νά διαβαστεῖ «Ἐνθάδε ἀναπαύεται τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» (Ηic Requiescit Corpus Sancti Demetrii).Οἱ ἐπιγραφολόγοι τόν χρονολογοῦν στό τέλος τοῦ 12ου – ἀρχές 13ου αἰώννα.
Στίς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 1538 ἕνας προύχοντας τῆς περιοχῆς, μέ συμβολαιογραφική πράξη, ὑποχρεώνει τούς κληρονόμους του νά τελοῦν κάθε χρόνο, στήν ἑορτή τοῦ ἁγίου, ἐπίσημη πανήγυρι μέ δέκα τουλάχιστον ἱερεῖς, ἐνῶ ἕνα θέσπισμα τοῦ 1592 ἐπιβάλλει ἑορταστική ἀργία κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου πού ἐτελεῖτο, σύμφωνα μέ τό λατινικό ἑορτολόγιο, στίς 8 Ὀκτωβρίου, καθορίζει μάλιστα καί εἰδική Ἀκολουθία πρός τιμήν του.
Τό 1604, ἕνας γόνος τῆς διακεκριμένης οἰκογένειας Della Rovere, ὁ Ἰουλιανός, Ἐπίτροπος τοῦ ἀββαείου, μεταφέρει τό λείψανο σέ παρεκκλήσι τοῦ ναοῦ, ἀφιερωμένο στόν ἅγιο. Ἡ λάρνακα τοποθετεῖται σ’ ἕνα κοίλωμα τοῦ τοίχου, ἐπίτηδες διασκευασμένο γιά νά τήν περιλάβη. Εἶχε μῆκος ἑνός ἀνθρώπου μᾶλλον μεγάλου ἀναστήματος. Τήν ἔκρυβε ἕνας βαρύς πίνακας, μέ τήν παράσταση τῶν δυό ἁγίων, τοῦ Δημητρίου καί τοῦ Φραγκίσκου τῆς ‘Ἀσσίζης καί μέ ἐπιγραφή, μέ χρυσά γράμματα, ποῦ ἀνάφερε τήν ἀνεύρεση τοῦ 1520 καί τήν πρόσφατη μεταφορά.
Τό 1779, ὁ καρδινάλιος Ἀλέξανδρος Ἀλμπάνι, τέως Ἐπίτροπος τοῦ ἀββαείου, πού εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στόν ἅγιο, θέλησε νά τοποθετήσει τά ἱερά λείψανα σέ λάρνακα εὐπρεπέστερη. Γι’ αὐτό παρήγγειλε στή Ρώμη τή σημερινή λάρνακα ἀπό ξύλο Ἰνδίας, μέ πόδια καί μέ περίγυρο ἀπό μέταλλο ἐπιχρυσωμένο. Ἐπίσης ἀπό εὐλάβεια πρός τόν ἅγιο ἐπισκεύασε καί μεγάλωσε τήν ἐκκλησία τοῦ ἀββαείου. Ἐνώπιον ἐπιτροπῆς, πού τήν ἀποτελοῦσαν ἀνώτατοι ἱερωμένοι, γιατροί καί ὁ συμβολαιογράφος ἔγινε ἡ μετακομιδή στή νέα λάρνακα. Μέ πολλές λεπτομέρειες περιγράφονται, ἀπό τόν συμβολαιογράφο, οἱ σφραγίδες ποῦ ἔκλειναν τό σκέπασμα τῆς παλιᾶς λάρνακας γιά νά πιστοποιηθεῖ ἔτσι ἡ αὐθεντικότητα τῶν λειψάνων καί ἀπό τούς παρόντες γιατρούς, τά διάφορα ὀστᾶ πού περιεῖχε. Γίνεται πάλι λόγος γιά τή μολύβδινη πλάκα πού συνόδευε τά λείψανα καί γιά τήν ἐπιγραφή της.
Ἐξ ἄλλου τό «Ἡμερολόγιο» τοῦ Ἐνοριακοῦ Ἀρχείου, γιά νά ἐξηγήσει τήν παρουσία τοῦ λειψάνου στήν Ἰταλία, ἐπικαλεῖται τή μαρτυρία μιᾶς Vita (Βίου) τοῦ ἁγίου, πού γράφηκε καί τυπώθηκε στή Βενετία. Ὅπως λέγεται ἐκεῖ τό σῶμα τοῦ μάρτυρα μεταφέρθηκε κρυφά ἀπό τή Θεσσαλία – εἶναι γνωστό πῶς ἡ Θεσσαλία ὀνομαζόταν τότε ἡ Μακεδονία – ἀπό κάποιο μοναχό καί εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιο καί εὐωδιάζον μέχρι τῆς ἐποχῆς ποῦ ὁ καρδινάλιος Negroni, Ἐπίτροπος τοῦ ἀββαείου, τό ἀπέστειλε στή Ρώμη γιά ἀναγνώριση.
Αὐτές εἶναι, σέ σύντομη διατύπωση, οἱ μαρτυρίες γιά τό ἱστορικό του ἁγίου λειψάνου στήν Ἰταλία. Τό ὅτι, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἀνευρέσεως, σχηματίστηκε ἡ ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι πρόκειται γιά τά λείψανα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καί ὅτι ὁ Βιγέριος καί οἱ ἄλλοι Ἰταλοί θεολόγοι ἔδωσαν μία ἑρμηνεία σχετική ἀλλ’ αὐθαίρετή της ἐπιγραφῆς, τοῦτο σημαίνει ὅτι θά ὑπῆρχε ἴσως κάποια παράδοση τοπική ἤ τίποτα ἄλλα στοιχεῖα πού μᾶς διαφεύγουν σήμερα, γιά τήν παρουσία τοῦ λειψάνου στήν περιοχή του Σάν Λορέντζο. Τό ὅτι μάλιστα οἱ Ἰταλοί, ποῦ δέν ἔχουν ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιά τόν ἅγιο Δημήτριο ἐξέδωκαν κατά καιρούς θεσπίσματα καί Ἀκολουθίες γιά τόν πανηγυρικό ἑορτασμό τῆς μνήμης του, δείχνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἕνα σεβάσμιο λείψανο καί τέτοια ἤσαν ἐκεῖνα πού εἶχαν ἔρθει ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἡ ἐπιγραφή τῆς μολύβδινης πλάκας, πού χρονολογεῖται στό 12ο – 13ο αἵ. καί τό γεγονός ὅτι, κατά τίς ἐργασίες τῶν ἀνασκαφῶν, ὁ Σωτηρίου δέν βρῆκε στόν τάφο παρά ἕνα φιαλίδιο μέ τό αἷμα τοῦ μεγαλομάρτυρα, συνηγοροῦν γιά τή γνησιότητα τῆς μαρτυρίας. Τέλος ἡ πρόσφατη ἀναγνώριση τῶν λειψάνων, πού ἔγινε μέ σύγχρονα ἐπιστημονικά μέσα ἀπέδειξε, ὅπως βεβαιώνουν οἱ μάρτυρες – ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς καθώς καί τρεῖς διακεκριμένοι γιατροί – ὅτι τά ὀστᾶ ἀνήκουν σέ νεαρό ἄτομο πού ὑπέστη βίαιο θάνατο, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἵ. Ἤ Θεσσαλονίκη βρισκόταν στό δρόμο τῶν Σταυροφοριῶν καί εἶναι γνωστό, πόσο μετά τήν ἅλωση τοῦ 1204, ἤσαν περιζήτητα τά λείψανα τῶν ἁγίων ἀπό τούς δυτικούς μοναχούς, ποῦ ἔλεηλατησαν τά ἑλληνικά ἱερά καί ἐμπορεύτηκαν ὅ,τι σεβάσμιο εἶχε ἡ Ὀρθοδοξία.