ΟΛΟ ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ στο https://www.impantokratoros.gr/gerontas_eysebios_giannakakis.el.aspx?fbclid=IwAR3_2qXDbvuhnh40U5k7CJkDeq1gAJVbM2HxHjAqOA4Ed7MsjZrFe8LUzwo
Φώτο Φιλιππίας Βενετσάνου
ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο οποίος ήταν τότε εκκλησιαστικός (νεωκόρος).
Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου, αν και έπρεπε να σημάνει το τάλαντο κανονικά στις 4.30, εκείνος σήμανε στις 3.15. «Είχα μέσα μου μια πολύ κακή προαίσθηση... μια τρομερή ανησυχία. Σαν να έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν. Σήμανα μια ώρα νωρίτερα, όμως ούτε ο Ηγούμενος ούτε κανείς άλλος δεν μου έκανε παρατήρηση». Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αν εσήμαινε κανονικά, οι Γερμανοί θα τους έβρισκαν όλους μέσα στην Εκκλησία, και δεν θα γλύτωνε κανείς. Έτσι φώτισε ο Θεός τον π. Ευσέβιο, και χάρη σ’ εκείνον σώθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες.
Στη θεία Λειτουργία εκείνο το πρωί κοινώνησαν όλοι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν βγήκαν από το Ναό. Συνάχτηκαν οι Πατέρες και συζητούσαν τι θα έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση που θα έρχονταν οι Γερμανοί στο Μοναστήρι. Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «οι Γερμανοί στα κυπαρίσσια»!
Οι περισσότεροι Πατέρες έτρεξαν και κρύφθηκαν στο δάσος. Ο π. Ευσέβιος με κάποιον άλλον υποτακτικό και κάποιον δόκιμο μόλις που πρόφθασαν να κρυφθούν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι, πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα. Λίγο αν πήγαιναν προς τα κει οι Γερμανοί, θα τους έβρισκαν.
Εκεί, κάτω από το πουρνάρι, άκουγαν τις φωνές και τα γέλια των Γερμανών. Εντός ολίγου ολόκληρο το Μοναστήρι παραδόθηκε στις φλόγες. Ακούσθηκαν και πέντε μεμονωμένοι πυροβολισμοί. «Πολύ φοβούμαι για τους Πατέρες», ψιθύρισε ο π. Ευσέβιος στους άλλους δύο. Μετά από λίγο ακούσθηκαν οι Γερμανοί να φεύγουν χασκαρίζοντας.
Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι που καιγόταν ακόμα. Ήταν οι πρώτοι επιζώντες που επέστρεφαν. Προπορευόταν ο π. Ευσέβιος. Εκεί κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τί να δει; Τέσσερις Πατέρες σκοτωμένοι, μαζί και ένας εργάτης της Μονής. Ποιος μπορεί να περιγράψει την οδύνη της ψυχής του; Χύνοντας άφθονα δάκρυα μετέφεραν οι τρεις τους με την κουβέρτα τους νεκρούς στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.
Την άλλη μέρα ήλθε ο Ηγούμενος και οι άλλοι Μοναχοί που είχαν κρυφθεί στο βουνό. Ενταφίασαν με βαθιά οδύνη τους εκτελεσθέντες Πατέρες.
Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ημέρα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες (κοτέτσια) του Μοναστηριού, για να κατοικήσουν.
Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιό του.
- Μην τα δίνεις όλα, του έλεγαν μερικοί. Αδυνάτισες πολύ, θα πεθάνεις.
- Εμείς οι μεγάλοι αντέχουμε. Τα παιδιά έχουν ανάγκη, απαντούσε.
Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.
Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομονάχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Όλοι τους σήμερα με δάκρυα ευγνωμοσύνης μιλούν για τον π. Ευσέβιο, τον κατηχητή και προστάτη τους στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια.
«Κατεβαίνει τακτικά στα Καλάβρυτα, μας παρηγορεί, σφογγίζει τα δάκρυα του πόνου μας με τα λόγια της αγάπης του, γράφει ο κ. Δ. Αγιαννιτόπουλος, δάσκαλος και κατηχητόπουλο τότε του π. Ευσεβίου. Μαζεύει ιδιαίτερα τα παιδιά, πότε ανάμεσα στα ερείπια της πυρπολημένης εκκλησίας μας, πότε σε κάποιο ερημοκκλήσι, και προσπαθεί με τα λόγια του Θεού να μας απαλύνει τον πόνο, να μας δώσει λίγη ελπίδα και χαρά...
ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος στον ιερό ναό της Καπνικαρέας από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρό Αγαθόνικο.
Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ως εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγορία και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του.
«...Αυτή η τοποθέτησή του στο Ιπποκράτειο δίνει το στίγμα του Γέροντα: Να αποβεί στύλος και εδραίωμα, παρηγοριά και ενίσχυση των πονεμένων ανθρώπων...
» Το έργο του μακαριστού Γέροντα στο Ιπποκράτειο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τέτοια προσφορά στο θυσιαστήριο και στην εξομολόγηση δε συναντούμε εύκολα. Όσοι έτυχε να νοσηλευτούν στο Ιπποκράτειο σίγουρα θα ξεχάσουν κάποτε και τις νοσοκόμες που τους υπηρέτησαν και τους γιατρούς που τους θεράπευσαν. Τη γλυκειά μορφή του Γέροντα όμως κανένας ποτέ δε θα ξεχάσει. Αυτό το άκουσα από πολλούς...» γράφει ο π. Ευέλθων Οικονόμου στο άρθρο του «Αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Γιαννακάκης».
Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο... ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς καν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.
Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών.
Με σπάνια συναίσθηση ευθύνης, με αυταπάρνηση και ένθεο ζήλο, δόθηκε στη διακονία των πονεμένων. Στόχος και διαρκής μέριμνά του ήταν η θεραπεία της ψυχής και του σώματος με τα σωστικά μέσα της θείας χάριτος: την προσευχή, το λόγο του Θεού, τις ευχές της Εκκλησίας, και κυρίως τη συμμετοχή στη λατρευτική και Μυστηριακή ζωή. Διακαής πόθος του ήταν να εξομολογούνται και να κοινωνούν οι άρρωστοι. Επάνω σ’ αυτό το χρέος θυσιαζόταν.
Την ανεκτίμητη προσφορά του στο νοσοκομείο εξαίρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος:
«Ο π. Ευσέβιος ηνάλωσε εαυτόν, εργαζόμενος ως Εφημέριος μεγάλου Νοσοκομείου επί 24ώρου βάσεως! Ίσως είναι η μοναδική περίπτωσις νοσοκομειακού ιερέως, ο οποίος έζησε όλα αυτά τα χρόνια της διακονίας του σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο μέσα στο Νοσοκομείο, δίπλα στους θαλάμους των ασθενών, πολύ κοντά όχι μόνο στον άρρωστο, αλλά και στον ιατρό και στο νοσηλευτικό προσωπικό. Ημέρα και νύκτα τα βογγητά των πονεμένων ήσαν η μόνιμη συντροφιά του. Αλλά συγχρόνως και το διαρκές ερέθισμα για εκτενείς δεήσεις, για αδιάλειπτη προσευχή και για μια αδιάκοπη προσφορά υπηρεσιών... Ζυμώθηκε με τον πόνο! Και αγάπησε τον πονεμένο!»5.