Ένας, μάγος που λεγόταν Μεσίτης, είχε ένα φίλο, που ήταν πολύ χριστιανός. Θέλοντας να παρασύρει και τον χριστιανό στην μαγεία, του λέγει:
-Πάμε μια βόλτα έξω από την Πόλι; (την Κωνσταντινούπολη)
-Πάμε, είπε ο χριστιανός ανυποψίαστος.
Στον δρόμο τους παρουσιάσθηκε ένας πύργος με φαντασία μαγική. Μπαίνοντας μέσα ο χριστιανός βρέθηκε μπροστά σε μια σύναξι δαιμόνων. Μόλις είδε ο διάβολος τον μάγο, τον υποδέχθηκε με τιμή και μετά ρώτησε για τον χριστιανό:
-Αυτός ποιος είναι;
-Δούλος μου είσαι; ρωτάει ο διάβολος.
-Είμαι δούλος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Είπε κι έκανε τον σταυρό του.
Κι αμέσως χάθηκαν όλα, καθώς και ο Μεσίτης που τον πήραν τα δαιμόνια σύσσωμο στην κόλαση. Ο χριστιανός πήρε τα άλογα κι επέστρεφε. Στον δρόμο συναντά έναν φίλο του αξιωματικό και του λέγει:
-Πάμε στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών να κάνουμε προσευχή;
-Πάμε.
Πήγαν στην Εκκλησία και δεν ήταν κανένας εκεί. Γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχωνται. Παρατηρεί ο αξιωματικός ότι τα μάτια του Χριστού από την εικόνα του τέμπλου κοίταζαν τον φίλο του. Σκέφθηκε στην αρχή ότι έτσι θα είναι η αγιογραφία. Άλλαξε θέσι, πήγε από δω, πήγε από κει, από παντού έβλεπε τα μάτια του Χριστού να πέφτουν επάνω στον φίλο του. Τότε στενοχωρημένος είπε:
-Χριστέ μου κοίταξε κι εμένα! Γιατί εμένα δεν με κοιτάζεις;
Κι ακούει φωνή από την εικόνα:
-Εσύ, εξ ων σου δίδω, δίδεις! ( Γιατί ήταν πολύ ελεήμων ο αξιωματικός). Αυτόν όμως τον κοιτάζω, γιατί του χρωστώ. Αυτός με ομολόγησε ενώπιον των δαιμόνων. Κι εγώ θα τον ομολογήσω ενώπιον του Πατρός μου εν τοις ουρανοίς!
Βλέπετε τον μισθό της ομολογίας!