Όσοι ασχολούνται με τα «σημεία των καιρών» είναι πεπεισμένοι ότι βρισκόμαστε στους «έσχατους καιρούς». Τα προβαλλόμενα «σημεία» δεν είναι φανταστικά και η λογική ανάλυση φαίνεται πως τα ενθαρρύνει.
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Ο Απόστολος Παύλος γράφοντας στο μαθητή του Τιμόθεο για τις «έσχατες μέρες», του παραθέτει τα χαρακτηριστικά που θα έχουν τότε οι άνθρωποι. Θα είναι, του γράφει, «φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς στους γονείς τους, αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλλακτοι, άσωτοι, άγριοι, εχθροί του καλού, προδότες, αυθάδεις, φουσκωμένοι από εγωισμό. Θα αγαπάνε πιο πολύ την ηδονή παρά το Θεό». (Β΄ Τιμ.3, 2-4). Και καταλήγει και σε ένα άλλο γνώρισμά τους που, εξ αιτίας αυτού, τον προτρέπει να τους αποφεύγει. «Θα δείχνουν ότι έχουν ευσέβεια, αλλά θα έχουν αρνηθεί τη δύναμή της με τις πράξεις τους». (Β΄ Τιμ. 3,5).
Δεν ξέρω αν τα πιο πάνω χαρακτηριστικά θα είναι μόνο των ανθρώπων των «εσχάτων ημερών». Αυτό που τόσο πολύ προβάλλεται σήμερα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε προσωπικές συναντήσεις, είναι η πολλή γνώση θρησκευτικών, θεολογικών, εκκλησιαστικών θεμάτων. Ο καθένας εκφέρει άποψη για όλα, γνωρίζει από όσα πληροφορείται και διαβάζει, αλλά δεν έχει εμπειρία των γνώσεων του.
Ξέρει τι είναι συγχώρεση αλλά δεν συγχωρεί.
Κατανοεί τη δυναμική της προσευχής αλλά δεν προσεύχεται.
Γνωρίζει τις εντολές του Χριστού αλλά δεν τις εφαρμόζει.
Διαβάζει για τη χάρη του Θεού αλλά δεν την έχει.
Φαίνεται πως ζούμε στην εποχή των αντιθέσεων. Οι Πατέρες και Μητέρες μας έλεγαν ό,τι γνώριζαν εμπειρικά, γι’ αυτό κι ο λόγος τους είχε δύναμη. Και σήμερα, ασφαλώς, υπάρχουν αυτοί που δεν φαίνονται αλλά είναι πιστοί, ταπεινοί, ελεήμονες, προσευχόμενοι για όλους. Όπως υπάρχουν κι αυτοί που παλεύουν να εφαρμόσουν όσα ακούνε, προφορικά ή γραπτά, από φωτισμένους ανθρώπους.
Βέβαια, είναι ευχάριστο ν’ ακούγεται ο λόγος του Θεού, αν δεν είναι αλλοιωμένος από «ξένες διδασκαλίες», στηριγμένες στο γράμμα κι όχι στο πνεύμα της Εκκλησίας μας. Το γνήσιο ελευθερώνει, το ψεύτικο σε πνίγει. Το Ορθόδοξο σού διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες, το αιρετικό σε κρατάει δέσμιον στα «πρέπει» και στα «μη» που, όμως, δεν οδηγούν στην «ελευθερίαν των τέκνων του Θεού». Ο γέροντας Βασίλειος Ιβηρήτης θα πει: «Ανάμεσα στο Ορθόδοξο και το μη Ορθόδοξο η διαφορά μπορεί να είναι (να φαίνεται ότι είναι) μία τρίχα, αλλά είναι χαώδης»[1].
Τελικά, όσοι μπορέσουν να προσευχηθούν με «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην καρδίαν », βρίσκουν την ειρήνην της καρδιάς τους.
Όσοι συγχωρέσουν, ελευθερώνονται.
Όσοι μετανοούν, θέλοντας να αλλάξουν ουσιαστικά, βιώνουν νεκρανάσταση.
Όσοι προσφέρουν το χρόνο, τις δυνάμεις, την προσευχή τους στους άλλους, νικούν τον εγωισμό τους και χαίρονται.
Κι όσοι δεν θέλουν να δείχνουν ότι θρησκεύουν αλλά ζουν αληθινά τον Χριστό «εν τη καρδία αυτών», δεν φοβούνται να έλθουν οι «έσχατοι καιροί», γιατί ήδη ζουν το ερχόμενο ως παρόν.
[1] Ανατολικός Ορθόδοξος Μοναχισμός, εκδ. Ι. Μ. Παντοκράτορας, σ. 538
www.isagiastriados.com