Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1, 14-15) ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Γέροντας τῆς Νερατζιωτίσσης (1891-1967). Ἄνθρωπος μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στολισμένος μέ ὅλες τίς ἅγιες ἀρετές. Πρᾶος, ταπεινός, σεμνός, εἰρηνικός, ὑπομονετικός. Γνήσιος ποιμένας καί Πνευματικός πατέρας. Ἀληθινός ἀγωνιστής μέ πανθομολογουμένη ἁγία βιωτή.
Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.
Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.
Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.
Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη Θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «Τα Σά εκ των Σών» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.
Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
– Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο
καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της Θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
– Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
– Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
– Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος.
Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
– Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα».
Πηγή: iconandlight.wordpress.com ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ