Κυνηγημένος από μια δεκαμελή ομάδα ενόπλων ανταρτών, Κυριακή πρωϊ στις 20 Οκτωβρίου 1945, ο παπά-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, μόλις χτύπησε την καμπάνα, αναγκάσθηκε να φύγει από την Εκκλησία για να γλυτώσει. Έπιασε μια ρεματιά και τους ξέφυγε, μα σε λίγο τον πρόλαβαν πάλι, γιατί ήταν έφιπποι. Τον πυροβολούσαν, όμως καμιά σφαίρα δεν τον χτυπούσε. Του έριχναν με τα στεν, φορητά αυτόματα, χωρίς να μπορούν να τον σκοτώσουν. Οι σφαίρες τρυπούσαν τα ράσα του, τις καταλάβαινε πάνω του, αλλά κυλούσαν στο χώμα χωρίς να τον πληγώνουν. Τον κύκλωσαν βρίζοντάς τον χυδαία και φωνάζοντας. Βλέποντας τον θανάσιμο κίνδυνο σήκωσε τα χέρια του προς τον Ουρανό και φώναξε ''εκ βαθέων'':
- Μιχαήλ, Αρχιστράτηγε των Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω!
Σαν αστραπή ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παρουσιάστηκε με τη μορφή ενός νέου, κρατώντας στο χέρι γυμνό το σπαθί του. Έκοψε με μια σπαθιά τα σχοινιά απ’ τη σέλλα και έριξε τον αρχηγό κάτω απ’ το άλογο, σπάζοντας τη σπονδυλική του στήλη. Οι σύντροφοί του έμειναν ακίνητοι σαν κεραυνόπληκτοι.
- Να μας συγχωρέσεις, παπά μου, είπε ο αρχηγός, και να πας στο καλό. Έχεις όριο ζωής ακόμα και υψηλούς προστάτες.
- Ευχαριστώ! απάντησε ο παπάς και τους συγχώρεσε.
Τους ευχήθηκε να τους φωτίσει ο Θεός και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Οι ένοπλοι σήκωσαν τον τραυματισμένο αρχηγό τους και έφυγαν μουδιασμένοι. Οι χωριανοί περίμεναν τον παπά τους συγκεντρωμένοι στην Εκκλησία και του έκαμαν μεγάλη υποδοχή.
- Η Θρησκεία μας είναι ζωντανή! τους είπε εκείνος, όπως συνήθιζε να λέει πάντοτε.
παπά-Δημήτρης Γκαγκαστάθης (♰ 29 Ιανουαρίου 1975)