Οφείλουμε να γεννηθούμε άνωθεν
( μας έστειλε το παρακάτω κείμενο μια ψυχή που και αυτή όπως όλοι μας ωδινάται τούτες τις ώρες )
Σήμερα, στο σκοτάδι, τη σύγχυση, τη γενική δυστυχία, τον πόνο και τη φρίκη που μας περιβάλλει, οι άνθρωποι απελπισμένοι και πανικόβλητοι προσπαθούν να ξεφύγουν βρίσκοντας ψεύτικα υποκατάστατα ειρήνευσης και ευτυχίας, μέσα από διάφορους κατά κανόνα υλιστικούς τρόπους, (ναρκωτικά, ψυχοφάρμακα, ευκαιριακές σαρκικές σχέσεις, χρήμα κλπ.), που όμως είναι τρόποι παροδικοί και αφήνουν μεγαλύτερο κενό και οδύνη στην ψυχή. Ακόμη, για λύσεις και ανακούφιση, καταφεύγουν σε παραθρησκείες, αποκρυφισμό, μαγείες, με όλη την καταστροφή που επισύρουν οι ενασχολήσεις αυτές στην ψυχή.
Διότι κανείς δεν έμαθε στον ταλαίπωρο άνθρωπο ποιος είναι ο αληθινός προορισμός του και τι είναι εκείνο που θα τον οδηγήσει να βρει τη μόνιμη ευτυχία και γαλήνη, που ούτε καν μπορεί να φανταστεί ποιο είναι το μέγεθός της. Κι αυτό, βέβαια, δεν μπορεί ποτέ να είναι υλικό και γήινο, αφού κάτι τέτοιο πάντοτε είναι παροδικό, και το χειρότερο, μετά από λίγο, νομοτελειακά μεταπίπτει στο αντίθετό του, ώστε ο άνθρωπος απομένει συνεχώς να κυνηγάει χίμαιρες.
Όμως, μέσα από το χάος και τον πόνο που βιώνει η ανθρώπινη ψυχή, εξαναγκάζεται τελικά να προβληματιστεί και βαθύτερα, σε πεδία αληθινής πνευματικότητας, για να βρει διέξοδο, κι εκεί μπορεί να δει φως στο τούνελ. Αυτή η διεργασία αποτελεί και ένα ιδιαίτερο, επίπονο, αλλά και ευεργετικό χαρακτηριστικό των χαλεπών ημερών μας. Γιατί μια μερίδα συνανθρώπων μας, μέσα από τη συνεχή πίεση που βιώνει, ωθείται, μέσω μετανοίας, προσευχής και των ιερών μυστηρίων της εκκλησίας, να κάνει ένα άλμα πνευματικό, να καθαρθεί, να αλλοιωθεί ψυχικά δια της θείας χάριτος και να γευτεί καταστάσεις ουράνιες. Έτσι, ο Θεός τα οικονομεί με τέτοιον τρόπο, ώστε το κακό που επικρατεί σήμερα, να γίνει μοχλός πίεσης για την ανάδειξη ακόμη και αγίων και να εκπληρωθεί η εντολή Του « Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ Άγιος ειμί»(Ά Πετρ. 1,16).
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, σε απόσπασμα του Η΄ Κατηχητικού του Λόγου, μας αποκαλύπτει το μυστικό κλειδί της μόνιμης και αληθινής ευτυχίας, μιας ευτυχίας που μπορεί να τη ζήσει ο άνθρωπος ήδη από αυτή τη ζωή, με πλήρη αίσθηση και γνώση, και αυτή την υψηλή πνευματική κατάσταση οφείλουμε και έχουμε χρέος να τη βιώσουμε όλοι, γιατί αυτός είναι και ο αληθινός προορισμός μας. Και αυτός είναι η πνευματική μας γέννηση. Διότι, όπως γεννηθήκαμε σωματικά, οφείλουμε να γεννηθούμε και πνευματικά. Και όπως, αν παραμείνουμε αποκλειστικά στις σωματικές αισθήσεις ζούμε συνεχώς τη διάψευση και τον πόνο, έτσι, αν αποκτήσουμε, με την πνευματική μας γέννηση, και τις πνευματικές, γευόμαστε την πραγματική και αμετάπτωτη χαρά, ευτυχία και γαλήνη, γιατί αυτά μας τα χαρίζει μόνο η άνωθεν γέννηση διά Πνεύματος Αγίου. Έτσι, γινόμαστε παιδιά του φωτός και υιοί Θεού.
Ας αφήσουμε όμως τον Άγιο να μας μιλήσει:
«Διότι πρέπει νὰ γνωρίζετε, ὅτι ὅπως ἀκριβῶς τὸ βρέφος, ὅταν ξεπροβάλει καὶ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν μήτρα, αἰσθάνεται ἀνεπαίσθητα αὐτὸν τὸν ἀέρα καὶ αμέσως ἀρχίζει αὐτομάτως τὸ κλάμα καὶ τὸν θρῆνο, ἔτσι καὶ ὅποιος γεννήθηκε ἄνωθεν, καὶ σάν να ξεπρόβαλε από μια σκοτεινή κοιλιά, ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ εἰσῆλθε στὸ νοητὸ και οὐράνιο φως, καὶ κατά κάποιον τρόπο ἔσκυψε γιὰ λίγο μέσα σ' αὐτό, αμέσως πλημμυρίζει από άφατη χαρά καὶ χύνει ἀνώδυνα δάκρυα, ἐπειδὴ ἐννοεῖ, ὅπως εἶναι λογικό, ἀπὸ ποιό σκοτάδι ἐλευθερώθηκε καὶ σὲ ποιό φῶς ἀξιώθηκε νὰ βρεθεῖ· καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ νὰ συγκαταλεχθεῖ κάποιος στοὺς χριστιανούς.
Ὅποιοι, ὅμως, δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη αὐτὸ τὸ καλὸ μὲ γνῶσι καὶ θεωρία, (δηλαδή, δεν το γνώρισαν και δεν το είδαν), ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ζήτησαν μὲ πολλὴ ἐπιμονὴ καὶ θρήνους καὶ δάκρυα, ὥστε ἀφοῦ καθαρθοῦν μὲ τέτοιες πράξεις, νὰ τὸ ἐπιτύχουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν τελείως μὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἀποκτήσουν κοινωνία μαζί του, πές μου, εἶναι δυνατὸν καθόλου νὰ κληθοῦν χριστιανοί; Διότι δὲν εἶναι χριστιανοὶ ὅπως πρέπει νὰ εἶναι.
Καί, βεβαίως, ἐὰν αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν σάρκα εἶναι σάρκα καὶ αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα, αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε σωματικῶς καὶ ἔγινε ἄνδρας, ἀλλὰ δὲν ἐννόησε, οὔτε πίστεψε, οὔτε σπούδασε ποτὲ ὅτι ὀφείλει νὰ γεννηθεῖ καὶ πνευματικῶς, πῶς ἄραγε θὰ γίνει πνευματικὸς καὶ θὰ συναριθμήσει τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες, ἐάν, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἐνδεδυμένος τὰ ῥυπαρὰ ἱμάτια, παρεμβληθεῖ, χωρίς να γίνει αντιληπτός, μεταξὺ τῶν λαμπροφορεμένων ἁγίων καὶ συνανακλιθεῖ μαζί τους στὴν βασιλικὴ τράπεζα, καὶ μετὰ δεθεῖ χέρια καὶ πόδια καὶ βληθεῖ ἔξω, ἐπειδὴ δὲν εἶναι υἱὸς φωτός, ἀλλὰ υἱὸς σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ παραπεμφθεῖ στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ εἶναι ἑτοιμασμένο γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του;
Διότι ὅποιος ἔλαβε τὴν ἐξουσία νὰ γίνει υἱὸς Θεοῦ καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ὅποιος ἔμαθε πολυτρόπως μὲ ποιά ἔργα καὶ μὲ ποιὲς ἐντολὲς ὀφείλει νὰ ἀναχθεῖ σ’ αὐτὴν τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα, καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ καταφρόνησε καὶ προτίμησε τὰ ἐπίγεια καὶ φθειρόμενα καὶ προτίμησε τὸν χοιρώδη βίο καὶ νόμισε τὴν πρόσκαιρη δόξα ἀνώτερη ἀπὸ τὴν αἰώνια δόξα, πῶς νὰ μὴν ἀποχωρισθεῖ δικαίως ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ μὴ κατακριθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀπίστους καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο;
Γι’ αὐτὸ, παρακαλῶ, ὅλους σας, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, φροντίστε μετὰ σπουδῆς ὅσο εἶναι καιρὸς καὶ εἴμαστε μὲ τοὺς ζῶντες, ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε υἱοὶ Θεοῦ, γιὰ νὰ χρηματίσετε τέκνα φωτὸς –διότι αὐτὰ χαρίζει ἡ ἄνωθεν γέννησί σας–, μισῆστε τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, μισῆστε τὴν σάρκα καὶ τὰ τικτόμενα ἀπὸ αὐτὴν πάθη, μισῆστε κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ ἐλάχιστο εἶδος καὶ πρᾶγμα. Καὶ τοῦτο θὰ δυνηθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε, ἐὰν ἐννοήσουμε τὸ μέγεθος τῆς δόξας καὶ χαρᾶς καὶ τρυφῆς ποὺ θὰ μᾶς διαδεχθεῖ.
Διότι, πές μου, τί ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ ἢ ἐπάνω στὴν γῆ τόσο μεῖζον, ὅπως τὸ νὰ γίνει κάποιος υἱὸς Θεοῦ καὶ κληρονόμος του καὶ συγκληρονόμος Χριστοῦ; Πάντως οὐδέν! Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐπειδὴ προτιμοῦμε τὰ ἐπίγεια καὶ «χειροπιαστὰ» καὶ δὲν ἐπιζητοῦμε τὰ ἀποκείμενα στοὺς οὐρανοὺς ἀγαθὰ καὶ δὲν ἐξαρτώμαστε ἀπὸ τὸν πόθο τους, παρέχουμε σαφῆ ἀπόδειξι σ’ αὐτούς που μας βλέπουν, ὅτι, πρῶτον, εἴμαστε κυριευμένοι ἀπὸ τὴν νόσο τῆς ἀπιστίας, καθὼς ἔχει γραφεῖ· «Πῶς δύνασθε πιστεύειν δόξαν παρὰ ἀνθρώπων λαμβάνοντες, τὴν δὲ δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ μὴ ἐπιζητοῦντες;»·καί, δεύτερον, ὅτι, ἐπειδὴ γίναμε ὑπηρέτες τῶν παθῶν, εἴμαστε προσηλωμένοι στὴν γῆ καὶ στὰ ἐπίγεια καὶ δὲν θέλουμε καθόλου νὰ ἀνανεύσουμε πρὸς τοὺς οὐρανοὺς καὶ πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀποκρούοντας μὲ ἀφροσύνη ψυχῆς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐκπίπτουμε τῆς υἱοθεσίας του».
Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.