Οι γονείς του είχαν αναγκασθεί για βιοποριστικούς λόγους να μετακομίσουν το 1805 μ.Χ. στις Σέρρες, όπου παρέδωσαν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό, για να του διδάξει την τέχνη του.
Όμως η σκληρή συμπεριφορά του και η κακομεταχείριση, εξώθησαν τον Αθανάσιο σε άρνηση της πίστης του, για να απαλλαγεί από τα βάσανα.
Στην πράξη του αυτή τον προέτρεψαν και δύο Οθωμανές, οι οποίες παρακολουθούσαν την απάνθρωπη συμπεριφορά του αφεντικού του και υποσχόμενες μια καλύτερη ζωή στον μικρό Αθανάσιο, τον έπεισαν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής να αλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός, πλέον, ο Αθανάσιος δέχθηκε την πονηρή επίθεση της μητριάς του, η οποία, καθώς έβλεπε τον Αθανάσιο να μεγαλώνει και να ανδρώνεται, τον ερωτεύθηκε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη ερωτεύθηκε τον Ιωσήφ η γυναίκα του Πετεφρή.
Επειδή όμως αυτός δεν υποχώρησε και δεν υπέκυψε στο πάθος της μητριάς του, συκοφαντήθηκε από αυτήν στον θετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από αυτόν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευκαιρία κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη κοντά στους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες, μόλις πληροφορήθηκαν την αρνησιθρησκεία του.
Στην συνέχεια, ακολουθώντας τις συμβουλές των γονέων του, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, κατέληξε τελικά στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στην συνοδεία του Γέροντα Νικηφόρου, ο οποίος τον παρέδωσε ως υποτακτικό στον Γέροντα Ακάκιο, για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο.
Μετά από ένα διάστημα συνεχούς ασκήσεως και αδιάλειπτης προσευχής, ο Αθανάσιος, ο οποίος εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Ακάκιος, έχοντας τις ευλογίες των λοιπών γερόντων ξεκίνησε, συνοδευόμενος από τον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε συνοδεύσει νωρίτερα και τους δύο παραπάνω Οσιομάρτυρες, για την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου. Ο Άγιος βάδιζε με χαρά προς το μαρτύριο.
Λίγο πριν την αναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Αγίου, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον γέροντα και τους αδελφούς μοναχούς:
«Πανοσιώτατε μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τὸ παρόν μου ταπεινὸ γράμμα δὲν εἰν' εἰς ἄλλο τί εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατεβώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές.
Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὴ 24η τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰ ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου Βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴν μὲ λησμονήσουν καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσα καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς.
Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι' ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύση ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμού. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸν μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα μου.
Ἀκόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα Ὀνούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπὰ Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του.
Τὸν παπὰ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδία του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ καὶ τὴν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 Ἀπριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἀμήν».
Ο πλοίαρχος, άνθρωπος ευλαβής, όταν έμαθε τον σκοπό του ταξιδιού του Ακακίου, υποσχέθηκε στον Γρηγόριο να μεριμνήσει για την εξαγορά του λειψάνου του μετά το μαρτυρικό του τέλος και να το επανακομίσει ο ίδιος στο Άγιον Όρος. Ύστερα από δεκατρείς ημέρες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από κάποιον παντοπώλη, γνώριμο του Γρηγορίου.
Το Σάββατο 29 Απριλίου, ο Άγιος Ακάκιος, αφού προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια, ενδύθηκε με ρούχα τουρκικά και με την καθοδήγηση του αδελφού του καπετάνιου έφθασε στο κριτήριο, όπου ομολόγησε ενώπιον όλων των παρισταμένων την επάνοδό του στην πατρώα πίστη. Εξαιτίας αυτής του της ομολογίας κλείσθηκε φυλακή.
Καθ' όλη την διάρκεια της φυλακίσεώς του προσπάθησαν επανειλημμένα είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια και εκφοβισμούς να τον μεταπείσουν. Όλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να τον κλονίσουν.
Ιδιαίτερα μάλιστα ενισχύθηκε και προετοιμάσθηκε για να αντιμετωπίσει το μαρτύριο, όταν έλαβε τη Θεία Κοινωνία που του μετέφερε κρυφά στην φυλακή ο αδελφός του καπετάνιου με την ευλογία του μοναχού Γρηγορίου από το ναό της Παναγίας της Καταφιανής. Οι Τούρκοι προύχοντες, βλέποντας το σταθερό φρόνημα του Ακακίου, κατάλαβαν πως μάταια κοπιάζουν, γι' αυτό και αποφάσισαν την θανάτωσή του.
Έτσι,«εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ο Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος παρέδωσε το πνεύμα του διά του ξίφους το 1816 μ.Χ.
Την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο μοναχός Γρηγόριος εξαγόρασε το λείψανο του Μάρτυρος με χρήματα που συγκέντρωσε από τους παντοπώλες του Γαλατά και το μετέφερε στη νήσο Πρίγκηπο, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο με το οποίο είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη, με προορισμό το Άγιον Όρος.
Στις 9 Μαΐου αποβιβάσθηκαν στο λιμενίσκο της μονής Ιβήρων και από εκεί μετέφεραν το τίμιο λείψανο στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου, όπου το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσιομάρτυρα.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Καισαρείας Μελέτιος. Ακολουθία κοινή με τους συνασκητές του Αγίου, δηλαδή τον Ευθύμιο από τη Δημητσάνα και τον Ιγνάτιο από την παλαιά Ζαγορά, που μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1814 μ.Χ., συνέγραψε ο Ιβηρίτης Ονούφριος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1862 μ.Χ. Η μνήμη των τριών αυτών Νεομαρτύρων τελείται στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου την 1η Μαΐου.
πηγή Συναξαρίου https://www.romfea.gr/psaltiki-kai-politismos/56607-1-maiou-neosiomartys-akakios-egthimio-ignatios
Χριστός Ανέστη Χαρά Μου Ο Κύριος
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ ΜΑΣ
Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΕΘΥΜΟΠΟΥΛΑ Ημερομηνία εορτής(1Μαΐου)
Tὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως, ποὺ ἀνθίζουν τὰ κρίνα καὶ εὐωδιάζει ἡ φύση,ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει καὶ αὐτὴ τὰ δικά της ἀρώματα. Ἀπὸ τὸν πνευματικό της λειμώνα μᾶς προσφέρει πανεύοσμα ἄνθη, τὰ ἄνθη τῶν Ἁγίων. Ἕνα τέτοιο λουλούδι εἶναι καὶ ἡ νεομάρτυς ἁγία Μαρία ἡ Μεθυμοπούλα ἀπὸ τὴν Κρήτη,ποὺ τὴν ἑορτάζουμε τὴν 1η Μαΐου.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάτω Φουρνὴ τοῦ Μεραμβέλλου Ἡρακλείου. Ἔζησε στὰ δύσκολα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὅμως ἡ βαρυχειμωνιὰ τῆς δουλείας δὲν τὴνἔπνιγε,γιατὶ ἄφηνε τὴν ψυχή της νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ οὐράνια λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ στάλαζαν μέσα της οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της.Πόσο σημαντικὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια!
Στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ἦταν ἐπιμελὴς καὶ πρόθυμη, στὸ νοικοκυριὸ ἀκριβὴς καὶ πρώτη, στὰ πνευματικὰ ἄριστη…Μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Βίους τῶν ἁγίων, εκκλησιαζόταν τακτικά, προσευχόταν μὲ πίστη, ὑπάκουε στοὺς γονεῖς της. Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ἕνας τήν… φθονοῦσε. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ποὺ προσπάθησενὰ τὴν αἰχμαλωτίσει στὰ δίχτυα του. Μάταια ὅμως.
Στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε ἡ Μαρία, ἐπόπτευε τὴν τάξη ἕνας χωροφύλακας Τουρκαλβανός, ποὺ τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀγάπησε μὲ πονηρὸ πάθος. Καὶ ἄρχισε τὶς ἐνοχλήσεις. Πρῶτα μὲ περιποιητικὰ λόγια καὶ κολακεῖες καὶ ἔπειτα μὲ χαμόγελα καὶ ὑποσχέσεις. Ἡ πιστή μαθήτρια του Χριστού, η Μαρία, ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ γενναία περιφρόνηση. «Δὲν εἶναι δυνατόν», ἔλεγε μέσα της, «νὰ παραδώσω τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχή μου σὲ χέρια ἄπιστου ἀνθρώπου». Καὶ προσευχόταν μὲ πίστη νὰ τὴν ἀσφαλίσει ὁ Κύριος.
Ὁ πονηρὸς Τουρκαλβανὸς διαπιστώνοντας ὅτι οἱ προσπάθειές του ναυαγοῦσαν ὀργίσθηκε. Ἡ συμπάθειά του πρὸς τὴν πανέμορφη κόρη μετατράπηκε σε μίσος. Καὶ ἀπό τὸ μίσος του οδηγήθηκε στὴν ἀπόφαση νὰ την ἐξοντώσει. Ἔτσι δυστυχῶς λειτουργοῦν οἱ ἄνομοι ἄνθρωποι.
Ἡ Μαρία ἀσχολοῦνταν με τη σηροτροφία. Ἔτρεφε μεταξοσκώληκες καὶ ἔγνεθε τὸ μετάξι τους . Τὴν ἄνοιξη καὶ καλοκαίρι κάθε μέρα συνέλεγε ἀπὸ τὶς μουριὲς τὰ δροσερότερα φύλλα καὶ τὰ ἅπλωνε στὶς ξύλινες κασέλες.Εκεῖνα τὰ μικρὰ ὁλόχιονα σκουλήκια ἀκατάπαυστα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν, γιὰ νὰ δώσουν τὸ μεταξένιο κουκούλι τους .
Ἦταν κάποια ὥρα ποὺ ἀνέμελα εἶχε σκαρφαλώσει σὲ μουριὰ και ἔκοβε καὶ συνέλεγε ένα-ένα τὰ μουρόφυλλα. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε θόρυβος. Ἦταν τὰ βήματα ἀνθρώπου ποὺ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ προχωροῦσε καὶ παραμέριζε τὶς ψηλὲς ἀγριοπρασινάδες.
Καὶ νά, μπροστά της ὁ Τουρκαλβανός, ὁ χωροφύλακας, μὲ ὑπηρεσιακό του ὅπλο καὶ τὸ δάχτυλο στὴ σκανδάλη. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ πιὸ ἁγνὸ λουλούδι. Σημάδεψε καλὰ τὸ θύμα του καὶ πυροβόλησε. Ἡ σφαίρα βρῆκε τὴν ἁγνὴ κόρη στὴν καρδιά.
Αἱμόφυρτη,νεκρὴ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δένδρο ἡ Μαρία. Το ἔγκλημα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ.
Ο Ἀγαρηνὸς ἔφευγε πίσω ἱκανοποιημένος καὶ οἱ ἄγγελοι κατέφθαναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ να παραλάβουν τὴν πανέμορφη ψυχὴ τῆς νεομάρτυρος Μαρίας, γιὰ νὰ τὴν παραδώσουν μὲ χαρὰ στὰ χέρια τοῦ Νυμφίου της!…
Στὴ γῆ τῆς ἁγιοτόκου καὶ λεβεντογέννας Κρήτης πόση εὐλογία ἔφερε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τῆς ἄφθορης καὶ ἁγνῆς καὶ πιστῆς κόρης, τῆς Μαρίας τῆς Μεθυμοπούλας! Ἦταν τὸ ἔτος1826..
Δύο αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε!… Καὶ ὅ μως ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίας δὲν ἔσ βησε. Εἶναι δυνατὴ καὶ ἐμπνέει δυνατὰ τοὺς πιστοὺς νέους ὄχι μόνο τῆς Κρήτης ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος σὲ ζωὴ δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του!…
Η αγία ας πρεσβεύει για όλους μας, για τους νέους μας και για την Πατρίδα μας στις δύσκολες μέρες που διανύουμε και ας είναι φωτεινό παράδειγμα δύναμης και πίστης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς, Φουρνῆς ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεοάθλων τερπνόν, Μαρία λευκάνθεμον· ἔρωτα γὰρ ἀπίστου, ἀρνηθεῖσα ἐδέχθης, βλῆμα θανατηφόρον, ἐξ αὐτοῦ ὡς στρουθίον, καὶ πτέρυγας πρὸς τὸν Κτίστην, ψυχῆς σου ἐπέτασας.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Στεῤῥῶν ἀμνάδων τοῦ Χριστοῦ τὴν καλλιπάρθενον, τὴν ἐκ Κρήτης ὥσπερ ἄνθος εὐωδέστατον, ἑξανθήσασαν Μαρίαν τὴν ἀθληφόρον, μελῳδίαις καταστέψωμεν καὶ ᾂσμασιν, ὡς παρθένων νεανίδων κῆπον ἥδιστον, ἀνακράζοντες· χαίροις Μάρτυς νεόαθλε.
Βοήθεια Μάς
Πηγή ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ