Ἡ προπτωτική - ἀρχέγονη κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων
Ἐπιμ. Κων. Ἡρ. Δεσπότη
Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει
πώς βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ δέν θά κατα-λάβει πώς τόν κατάντησε ἡ ἁμαρτία.
Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ
Παραδείσου χαρακτηρίζεται ὡς ἀγγελική πολιτεία μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν ἐλευθερία
καί ἀπό μία συγκεκριμένη ποιότητα σχέσεως τοῦ ἀνθ-ρώπου μέ τόν ἑαυτόν του, τόν
συνάνθρωπο καί τόν Θεό. Κατά τήν μεγαλειώδη προπτω-τική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχεται
ἀπό τόν ἑαυτόν του καί νά σχετίζεται ἀγαπη-τικά μέ τόν συνάνθρωπο, κατά τόν ἅγιο
Θεόληπτο Φιλαδελφείας, νά ὁμοιάζει μέ τόν δημιουργό Του τόν Χριστό[1].
Εἶναι σάρκα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας
καί πνεῦμα ἐξαιτίας τῆς Χάρης· τό ἕνα, γιά νά ὑποφέρει καί ὑποφέροντας νά θυμᾶται
καί νά γίνεται συνετός, καί τό ἄλλο, γιά νά μένει σταθερός καί νά δοξάζει τόν εὐεργέτη
Του φιλοτιμούμενος ἀπό τό μεγαλεῖο του· τόν ἔπλασε ζῶσα ὕπαρξη πού κατ’ οἰκονομία
ζεῖ ἐδῶ, δηλαδή στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά πού προορίζεται γιά ἀλλοῦ, νά μετοικήσει
στήν μέλλουσα ζωή· καί τό τέλος τοῦ μυστη-ρίου εἶναι ὅτι θεώνεται μέ τήν κίνησή
του πρός τόν Θεό· θεώνεται μάλιστα μέ τήν με-τοχή στόν θεῖο φωτισμό, ἀλλά χωρίς
νά μεταβάλλεται σέ θεῖα οὐσία.
Καί τόν ἔπλασε ἀναμάρτητο
στήν φύση του καί αὐτεξούσιο στήν θέλησή του. Λέ-γοντας «ἀναμάρτητο» δέν ἐννοῶ ὅτι
δέν εἶναι δεκτικός ἁμαρτίας – μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας–, ἀλλά ἐννοῶ
ὅτι δέν ἔχει τήν ἁμαρτία στήν φύση του, ἀλλά μάλλον στήν προαίρεσή του· δηλαδή,
ἔχει τήν δύναμη νά διατηρεῖται καί νά προοδεύει στό ἀγαθό, μέ τήν βοήθεια τῆς θείας
Χάριτος· καί ἐπίσης, μπορεῖ νά παρεκτραπεῖ ἀπό τό καλό καί νά ὁδηγηθεῖ στό
κακό, μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσί-ου του· διότι, ὅ,τι
γίνεται ἐξαναγκαστικά, δέν εἶναι ἀρετή[2].
Ἡ θεία ἄφθαρτη ζωή - τό θεῖο
Φῶς ἤ ἡ ἀγαθότητα τῆς Χάριτος – κατεχόταν στήν ψυ-χή διά μέσου τῆς νοερᾶς αἴσθησης
καί ἀπό ἐδῶ περνοῦσε στό σῶμα καί τό ἔτρεφε[3].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
γράφει: «Τό τεμάχιο γῆς πού παρεχωρήθηκε (τό τέ-μενος) στόν βασιλέα ἄνθρωπο,
δηλαδή ὁ Παράδεισος, τό μέν σῶμα κατοικοῦσε σέ θεϊ-κώτατο καί ὡραιότατο τόπον
καί μέ τήν ψυχή εὑρισκόταν σέ ἀνώτερο καί ἀκόμη ὡραιότατο τόπο, ἔχοντας ὡς
κατοικία τόν ἔνοικόν Του Θεό καί ἔνδοξο ἔνδυμα τόν ἴδιο τόν Θεόν, καί ἐνδεδυμένος
τήν Χάρη Του καί ἀπολαμβάνοντας τόν μοναδικό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν θεωρία
(δηλ. τήν θεϊκή ὅραση) τοῦ προσώπου Του, σάν ἄλλος Ἄγ-γελος καί τρεφόμενος μέ αὐτήν
ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, ἄξια ἔχει ὀνομασθεῖ δένδρο τῆς ζωῆς· διότι ἡ γλυκύτης τῆς
θείας κοινωνίας μεταδίδει σ’ αὐτούς, πού γίνεται μέτοχοί της, ζωήν πού δέν
διακόπτεται ἀπό τόν θάνατο καί τό ὁποῖο ὡς γνωστόν ὠνόμασε ὁ Θεός «πᾶν ξύλον»
λέγοντας· «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῶ Παραδείσω βρώσει φάγε-σθε» (Γεν. β, 16)·
διότι ὁ ἴδιος εἶναι τό πᾶν, πού μέσα στήν ὕπαρξή Του καί διά τῆς δη-μιουργικῆς
δυνάμεώς Του τό πᾶν δημιουργήθηκε.
Τό κατ’ εἰκόνα φανερώνει τό
νοερό καί τό αὐτεξούσιο, (ἐλευθερία τῆς θελήσεως), ἡ δέ ἔκφραση «καθ’ ὁμοίωσιν»
φανερώνει τήν ὁμοίωση κατά τό δυνατόν ὡς πρός τήν ἀρετήν.
«…Μέσα στόν Παράδεισο ὁ
Πανάγαθος Θεός τοποθέτησε τόν ἄνθρωπο ὡς βασιλέα, νά χρη-σιμοποιεῖ ὅλα τά ἀγαθά
πού τοῦ ἔδωσε καί χρησιμοποιώντας καί ἐξουσιάζοντας αὐτά σωστά νά τά προσφέρει
μέ εὐχαριστία στόν Θεό. Γιά ὅλα τά δῶρα πού τοῦ ἔδω-σε, νά εἶναι συγχρόνως καί ἱερεύς.
Ἔτσι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Μποροῦσε νά δέχεται τά
πρόσω-πα, τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τά πράγματα, τόν ἑαυτό του, ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ
καί εὐχα-ριστώντας τόν Θεό νά τά ἐπαναπροσφέρει πάλι στόν Θεό καί Πατέρα του ὡς
θυσία· ζοῦσε θεοκεντρικά· εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τόν Θεό· ὅλα τά δεχόταν ὡς δῶρα
τοῦ Θε-οῦ καί ὅλα τά ἐπέστρεφε στόν Θεό ὡς δῶρα δικά Του. Γινόταν δηλαδή μέσα
στόν Πα-ράδεισο μία ἀνταλλαγή δώρων. Αὐτή ἦταν ἡ ζωή τῶν πρώτων ἀνθρώπων, ὅσο ἐδέχον-το
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τους ἡ ζωή ἦταν μία εὐχαριστία, μία ἐκδήλωση εὐγνωμο-σύνης
πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα. Ἦταν μία ζωή ἀγαπητική[4]».
Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος δέν
ζοῦσε μόνο κατά τήν φύση του μέ τά φυσικά του δη-λαδή μόνο χαρίσματά του, ἀλλά
εἶχε καί τό ὑπερφυσικό, τό ἄκτιστο στοιχεῖο μέσα του, πού τόν φώτιζε, τόν
λάμπρυνε, τόν ἐκάλλυνε (τόν καλλώπιζε), τόν ἔκανε κατά Χάρη ὅμοιο μέ τόν Θεό: Αὐτῆς
τῆς θείας ἐκλάμψεως καί λαμπρότητος ἦταν καί ὁ Ἀδάμ μέ-τοχος, στολισμένος
πραγματικά μέ στολή ἔνδοξη, καί δέν ἦταν γυμνός ἀλλά ἀσύγκριτα ὡραιότερος ἀπό ἐκείνους
πού φοροῦν τώρα τά διαβήματα τά στολισμένα μέ πολύ χρυ-σό καί διαυγεῖς λίθους,
γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[5]. Οἱ Ἄγγελοι ἔβλεπαν σ’ αὐτόν
τήν παράδοξη ἕνωση τῆς ψυχῆς του μέ τήν αἴσθηση καί τήν σάρκα· ἔβλεπαν ἕναν νέο
Θεό κατά Χάρη πού ἔφερε σάρκα, νοῦ καί πνεῦμα. Ἦταν πλημμυρισμένος καί
μεταμορφωμένος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἔχει πλῆρες ὄχι μόνο τό κατ’ εἰκόνα
ἀλλά καί τό κάθ’ ὁμοίωση[6].
Ἡ φυσική κατάσταση τῆς ψυχῆς
ἦταν ἀπαθής (χωρίς πάθη[7]) καί φωτεινή· γνώριζε τά αἰσθητά
καί νοητά κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρχαν στήν φύση της ἡ ἐπιθυμία καί ὁ θυμός (καί
τό λογικό), ὅπως καί τό κατ’ εἰκόνα[8].
Πρό τῆς πτώσεως, κέντρο τοῦ ἀνθρώπου
ἦταν ὁ Θεός. Ἡ ψυχή ἐτρέφετο ἀπό τήν Χά-ρη τοῦ Θεοῦ καί τό σῶμα ἀπό τήν
χαριτωμένη ψυχή, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶχε συνέπειες γιά ὅλη τήν κτίση, καί μέ τήν ἔννοια
αὐτή ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ βασιλιᾶς ὅλης τῆς κτί-σεως.
Ὁ ἀπό τόν Θεό δημιουργηθείς ἄνθρωπος
χαρακτηριζόταν μέ μία μοναδική φυσική αἴσθηση, πού ἐνεργεῖτο ἐνιαίως καί μέ ἁπλότητα
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μέ τήν αἴσθηση αὐτή, ὁ ἄνθρωπος γευόταν ἑνιαίως τό ἀγαθό
καί τό καλό μέ ὅλη τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη.
Ὁ νοῦς πρίν τήν πτώση, μετεῖχε
μέ ὁλόκληρη τήν διάθεσή του –δηλ. ἑνιαίως – στό ἀγαθό ἤ στήν ἀγαθότητα τῆς
Χάριτος, μέ τήν νοερά αἴσθηση. Ὑπῆρχε μία μοναδική σφαῖρα προσοχῆς ἡ ὁποία ἀπορροφοῦσε
ὁκλόκληρη τήν ἐνέργεια τῆς αἴσθησης τοῦ νοῦ: ἡ θεία Χάρη, ἡ συνύπαρξη μέ τόν
Θεόν, ἡ γλυκύτητά Του καταλάμβανε ὅλη τήν ψυχή.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ
συνελαμβανόταν ἀποκλειστικά μέ τήν αἴσθηση τοῦ νοῦ (ἐννο-οῦμε ἐδῶ τήν ὑπαρξιακή
- ἐμπερική γνώση τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου οἱ πρωτόπλαστοι γνώριζαν ἑνιαῖα
τό πᾶν, ἐφ’ ὅσον σ’ Αὐτόν ἔβλεπαν τούς λόγους τῶν ὄντων, δηλαδή τήν αἰτία τῆς
δημιουργίας των).
Γιά τόν ἅγιο Διάδοχο, τό ὅργανο
τῆς ἄμεσης κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς ἤ τοῦ νοῦ,
ἡ νοερά αἴσθηση. Τό ἀντικείμενο τῆς νοερᾶς αἴσθη-σης αὐτῆς εἶναι ἡ μέ τόν Θεό
διαπροσωπική σχέση, ἡ γεύση τῆς θείας παρουσίας, ἡ πεῖρα τῆς Χάριτος. Ὁ νοῦς ἐξιχνίαζε
τόν Ἀόρατο, αἰσθάνεται τήν παρουσία τῆς Χάριτος, τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τόν θεῖο
πόθο κ.τ.λ.
Στό περιφερειακό μέρος τῆς
καρδιᾶς, ὑπῆρχε ἕνας τρόπος ἀλληλεπίδρασης ἀνάμε-σα στήν ψυχή καί τό σῶμα.Ἐκεῖ
μεταδιδόταν στό σῶμα ἡ πεῖρα τῆς νοερᾶς αἴσθησης, ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε στίς
σωματικές αἰσθήσεις.
Οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν
σκεπασμένοι μέ τόν θεῖο ἔρωτα καί δέν γνώριζαν τήν γυ-μνότητά τους. Δηλαδή μετεῖχαν
συνεχῶς - μέ τήν αἴσθηση τοῦ νοῦ - στόν Θεό, στήν ἀγαθότητα τῆς παρουσίας Του,
εἶχε μιά θεανθρώπινη σχέση πρός τήν ὑλική καί ὁρατή κτίση. Δέν γνώριζαν οἱ
πρωτόπλαστοι τίς σαρκικές ἄλογες ἐπιθυμίες. Ὁ νοῦς κινοῦνταν κυκλικά μεταξύ τῆς
πείρας τῆς θείας παρουσίας και τῆς μνήμης τῆς θείας ἐντολῆς, οἱ ὁποῖες στήριζαν
ἡ μία τήν ἄλλη. Αὐτή ἡ κυκλική κίνηση δέν καταργοῦσε τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο.
Ἡ θεία ἄφθαρτη ζωή – τό θεῖο
φῶς, ἡ ἀγαθότητα τῆς Χάριτος (δηλαδή ἡ παρουσία τῆς θείας Χάριτος ὡς Φῶς
γλυκύτατο, καί αἰώνιο) - κατεχόταν στήν ψυχή διά μέσου τῆς νοερᾶς αἰσθήσεως καί
ἀπ’ ἐδῶ περνοῦσε στό σῶμα, τό ὁποῖο τό ἔτρεφε[9].
«Δημιουργώντας ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον
κατ’ εἰκόνα Του τοῦ ἔβαλε στό εἶναι του τόν πόθο τῆς θείας ἀπεραντοσύνης, τῆς
ζωῆς, τῆς γνώσεως, τῆς θείας τῆς τελειότητος. Γιά τόν λόγο ἀκριβῶς τοῦτο, ὁ ἀμέτρητος
πόθος καί ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπινου δέν δύναται νά ἱκανοποιηθεῖ ὁλοκληρωτικά μέ τίποτε,
παρά μέ μόνο τόν Θεό. Διακηρύττων τήν θεία τελειότητα ὡς τόν κύριον σκοπό τῆς ἀνθρώπινης
ὑπάρξεως στόν κόσμο[10]». Ὁ ἄνθ-ρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ δημιούργημα[11],
καί ἔχοντας ὡς ἀρχέτυπό του τόν Χριστό, εἶχε πάντοτε τήν δυνατότητα νά ὑψωθεῖ
καί νά ὁμοιάσει πρός τό ἀρχέτυπό του, νά ἀγαπήσει τόν Θεό του καί νά ἑνωθεῖ
κατά φύση μέ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου[12].
Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας
γιά τήν προπτωτική κατάσταση τῶν πρωτοπλά-στων ἀναφέρει: Ὁ «κατʹ εἰκόνα» καί
«καθʹ ὁμοίωσιν» Θεοῦ δημιουργηθείς ἄνθρωπος, ὡς «ζῶον ἀληθῶς εὐφυές καί θεοειδέστατον»,
καί «τῆς ἀνωτάτω δόξης τό μίμημα», πού ὁ Θεός ἐπʹ αὐτῷ σεμνύνεται», τοποθετεῖται
ἀπό τόν Τριαδικό Θεό στόν Παράδει-σο. Ὁ Παράδεισος γιά τόν ἅγιο Κύριλλο νοεῖται
κατά τρόπο αἰσθητό καί νοητό, ὅπως καταδεικνύει στήν συνέχεια ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν
γνωρισμάτων τῆς προπτωτικῆς κα-τάστασης τοῦ ἀνθρώπου, καί ὄχι μόνο ὡς νοητή ἤ μόνο
ὡς αἰσθητή κατάσταση, ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπό προγενέστερους τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἐκκλησιαστικούς
συγγραφεῖς.
Ἡ θεία διαβίωση τῶν πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο περιγράφεται ἀπό τόν ἅγιο
Κύ-ριλλο μέ πλῆθος χαρακτηριστικῶν, σχετιζομένων ἀκριβῶς μέ τό χαρακτήρα τῆς
παρα-δείσιας διαβίωσης, μέ τά δῶρα μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός, μέ τήν
θαυμαστή ἐκδήλωση τῶν γνωρισμάτων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί σέ ἀντιδιαστολή πάντοτε
μέ τίς συνέπειες τῆς πτώσης.
Ἡ προπτωτική, λοιπόν, διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο καί ἡ ἀπουσία
τῆς ἁμαρτίας καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «Παραδείσου φυτόν ἀνθηρότατο καί εὐγενέστατο»,
καθώς καί μέ ἄφθονα οὐράνια ἀγαθά. Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν «ἐν ἁγίᾳ καί τρισμακα-ρίᾳ
ζωῇ» καί «λαμπρῶς ἐν ἁγιότητι καί μακαρισμῷ», ἡ πολιτεία τους ἦταν. «βίος ἁγιο-πρεπής»,
γιʹ αὐτό «ἦν γάρ ἅγιος ὁ πρῶτος χρόνος τῆς ἀνθρώπου ζωῆς». Ἔκφραση αὐ-τῆς τῆς ἁγιότητας
τοῦ προπτωτικοῦ βίου ἦταν ἡ καθαρότητα καί ὁ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἁγιασμός τους.
Τό ἁγιοπρεπές τῆς διαβίωσης τῶν πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο δέν νοεῖται
κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ὡς παθητική κατάσταση. Ἀντίθετα, δηλώνει ὅτι εἶναι καθαροί
καί ἁγια-σμένοι οἱ γενάρχες, ἀκριβῶς γιατί ἐνεργητικῶς πρίν τήν εἰσδοχή τῆς ἁμαρτίας,
ὅλη ἡ ὕπαρξή τους ἦταν προσανατολισμένη στήν τήρηση τοῦ θείου θελήματος καί στήν
ἐλεύ-θερη ἐν Ἁγίω Πνεύματι προκοπή, στήν αὔξησή τους στό ἀγαθό, δείχνοντας ἀκριβῶς
τήν ἀλληλουχία καί τήν ἐνδότατη συνάφεια τῶν γνωρισμάτων τοῦ «κατʹ εἰκόνα» σέ
σχέση μέ τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τους, πού ἦταν τό «καθʹ ὁμοίωσιν». Ἔτσι, βλέπουμε
τόν ἄνθρωπο προπτωτικῶς νά ἄρχει τῶν κτισμάτων. Τό κυριαρχικό ὅμως λειτουργεῖ ἁρμο-νικά
ὡς πρός τήν κτίση καί τά δημιουργήματα καί ὄχι διαιρετικά, τραυματικά ἤ καί ἀν-τιθετικά,
ἀκριβῶς γιατί ἀπουσιάζει τό στοιχεῖο πού διασπᾶ τήν ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου
πρός τήν δημιουργία, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν παραλείπει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Κύριλλος,
στό πλαίσιο τῆς προπτωτικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά γνωρίσμα-τα τοῦ
«κατʹ εἰκόνα» νά τονίσει μέ σαφήνεια καί ἐπάρκεια τήν ἐλευθερία πού εἶχε ὁ
προπτωτικός ἄνθρωπος, τήν ἐξουσία, τήν δυνατότητα νά ἐπιλέξει τό καλό ἤ τό κακό.
Ἡ καλή ἤ ἡ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἡ καλή διαχείριση τῆς ἐλευθερίας,
μέ τήν ὁποία προικίστηκε ἀπό τόν Δημιουργό του, γιά νά ὑπάρξει ἡ δική του
προσωπική καί ἐνσυνείδητη συμμετοχή στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε, ἔχει πολύ
σπουδαία ση-μασία γιά τήν χριστιανική ἀνθρωπολογία γενικά, ἀλλά καί γιά τό
γεγονός τῆς πτώσης καί τῆς σωτηρίας πού θά ἐπακολουθοῦσε, εἰδικά[13]».
Στήν προπτωτική κατάσταση τοῦ
ἀνθρώπου δέν ὑπῆρχε ἡ βασανιστική κυριαρχία τῶν λογισμῶν, (σκέψεις μέ εἰκόνες).
Ἡ ζωή στόν Παράδεισο ἦταν
καθαρά ἀγγελική, μοναχική πολιτεία, ἔκφραση τοῦ ἀκ-ραιφνοῦς ἡσυχαστικοῦ
βιώματος. Ἦταν ζωή ἡσυχίας καί ἀγάπης, ἔκφραση θείας ζω-ῆς[14].
[1] Ἠλία Λιαμῆ, Ἡ πνευματική ζωή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη καί
Θεόληπτο Φιλαδελφίας, Πεμπτουσία, σελ. 7.
[2] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Δμασκηνοῦ ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κεφ. 26 ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσ/κη.
1976, σελ. 153 http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm.
[3] Διακ. Κορνηλίου COMAN, Ἡ ὁντολογία τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο
Διάδοχο Φωτικῆς, Διπλωματική Διατριβή, Α.Π.Θ. Θεσ/νίκη 2002, σελ.31).
[4] Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία π. Γεωργίου
Καψάνη, στήν Ἱερά Μητροπόλη Δράμας τήν 9η Μαΐου 1982.
[5] Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα, 67, Ε.Π.Ε., 8, 158, 9 – 1.
[6] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Ε.Π.Ε.
1, σελ. 196 – 198.
[7] Πάθη εἶναι ἡ ἕξη, ἡ
ρίζα τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεται στήν καρδιά, ἡ ὁποία ἀποκτήθηκε ἀπό τίς πολλές ἐνέργειες
καί πράξεις τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἡ παρά φύση κατάσταση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Τά
πάθη διαιροῦνται σέ σωματικά, δηλαδή
ἡ πολυφαγία, ἡ λαγνεία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία κ.τ.λ. Ψυχικά εἶναι ὁ φόβος, ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία, ἡ κακή ἐπιθυμία, ἡ ὑπερηφάνεια,
κ.τ.λ. Τά δέ νοερά εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ
τύφλωση, ἡ φιληδονία, ἡ ἀφροσύνη, ἡ βλασφημία, κ.τ.λ.. (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ὅ.π.π. σελ. 152.)
[8] Ασκητικοί λόγοι Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἑρμ. Γ. Πινακούλας καί Δ.
Κουτσούγερας, ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2019, σ.46-47.
[9] Διακ. Κορνηλίου COMAN, Ἡ ὁντολογία τοῦ νοῦ κατά τόν ἅγιο
Διάδοχο Φωτικῆς, Διπλωματική Διατριβή, Α,Π.Θ. Θεσ/νίκη 2002, σελ. 21, 22,
27,31).
[10] Ἰουστίνου Πόποβιτς
ἀρχιμ. Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σελ. 106.
[11] Γεν. 1, 26.
[12] Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον,
σελ. 35-36. Διδακτορική διατριβή ὑποβληθεῖσα στό Τμῆμα Θεολογί-ας μέ θέμα:
«Περί πνευματικῶν μεθηλικιώσεων καί τῆς ὁκτάδας τῶν παθῶν στήν ἐργογραφία τοῦ ἀββᾶ
Κασσια-νοῦ τοῦ Ρωμαίου» Διάκονος Σωκράτης Ανδρέου. Θεσσσαλονίκη 2017, σελ. 95.
[13] Πρωτ. Βασίλειος Α.
Γεωργόπουλος Περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
διδ/κή διατριβή Θεσσαλονίκη 2006, σελ.179 καί ἑξῆς….
[14] Θεοσέβης Μοναχῆς, Ἡ
ἡσυχία κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Διπλ/κή ἐργασία Α.Π.Θ. Θεσ/κη 2009,σελ.
42.