Σύνδεσμος Βίντεο https://www.facebook.com/share/v/16UkjzYD3X/
Τι λέει ο Αμερικής:
"να αναζητήσουμε (με τον Παπά )ποια είναι η πραγματική Πίστη μαζί που κήρυξε ο Ιησούς Χριστός για να χρησιμοποιήσουμε τις ίδιες εκφράσεις ..."
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΛΛΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ..
ΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΠΙΑΝΕΙ ΤΑ ΜΥΡΜΉΓΚΙΑ ΑΡΑΓΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΙΑΣΕΙ ΤΙΣ ΚΕΦΑΛΕΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ;
ΣΤΩΜΕΝ καλώς
ΑΓΙΕ ΝΕΚΤΑΡΙΕ ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΚΟΠΟ ΝΑ ΔΙΔΑΞΕΙΣ ΠΑΛΙ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ διαβάζουμε:
«Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκατέρα παρά της ετέρας, ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής, άρνησιν των θεμελιωδών αρχών, εφ' ων εδράζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας· διότι η μεν δυτική Εκκλησία εδράζεται επί των πρωτείων του Πάπα, κατά την εκδοχήν αυτών υπ’ αυτής η δε ανατολική Εκκλησία επί των οικουμενικών συνόδων. Κατά ταύτα οι προτεινόμενοι όροι ενώσεως υπ’ αμφοτέρων των μερών είναι αδύνατον να γίνωσιν αποδεκτοί, ως ανατρέποντες εκ θεμελίων τας εαυτών Εκκλησίας» (Μελέτη... Α, 28-29).
«Οι δογματικές διαφορές επειδή ανάγονται σε μόνο το κεφάλαιο της πίστης, αφήνουν ελεύθερο και απρόσβλητο το της αγάπης κεφάλαιο· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπη… Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς είναι πρέπον να θυσιάζεται… Είναι πολύ πιθανό να ελκύσει προς τον εαυτό του [ο επίσκοπος που διαχειρίζεται τον διάλογο] και την ετερόδοξη εκκλησία που κρίνει από εσφαλμένη περιωπή κάποιο δογματικό ζήτημα» (Μάθημα Ποιμαντικής, αρχική έκδοση,σελ.192).
«Ήταν λοιπόν τα κλειδιά [που υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο] όχι σύμβολο εξουσίας δικτατορικής όπως αποφαίνονται οι Δυτικοί θεολόγοι, αλλά χάριτος και δυνάμεως πνευματικής προς σωτηρίαν των ομολογούντων τον Ιησούν Υιόν Θεού… Η Εκκλησία ουδέποτε εξωλίσθησεν ουδέ εξέπεσεν σε τέτοια ανθρωπολατρεία» (Μάθημα Ποιμαντικής, 35).
«Οι λέγοντες "εγώ ειμί Κηφά" [είμαι του Πέτρου] και τούτον θεωρώ [άρα και τον Πάπα ως διάδοχό του]… τον μόνον επί γης του Ιησού Χριστού αντιπρόσωπον, οι τοιούτοι… μερίζουσιν τον Χριστόν και οικοδομούσι την Εκκλησίαν επί θεμελίων ανθρωπίνων, εγκαταλείποντες… τον Ιησούν Χριστόν» (Μάθημα... 41).
«Τι κοινό μπορεί να έχουν μαζί με αυτό τον μεγάλο Απόστολο της Εκκλησίας μας οι υπ’ αυτού θεωρούμενοι διάδοχοι; Πώς από αυτά τα θεία χαρίσματα ανεβλάστησε το σύστημα της ιεροκρατίας και κοσμοδεσποτείας; Πώς τα κλειδιά της Ουρανίου Βασιλείας ξεκλείδωσαν την θύρα της επιγείου βασιλείας; Πώς τα πνευματικά οδήγησαν στα υλικά; Πώς ο ποιμήν μετεβλήθη σε ηγεμόνα; Πώς τα κλειδιά μετεβλήθησαν σε ξίφος; Πώς η πέτρα της πίστεως έγινε πέτρα σκανδάλου; Και γιατί ένας προνομιούχος διάδοχος [ο επίσκοπος Ρώμης] και να μην έχουν όλοι ομοιογενή διαδοχή; Μήπως έναν μόνο διάδοχο έκανε δια του Ευαγγελίου ο Πέτρος; Μήπως μία Εκκλησία ίδρυσε; Μήπως έναν Επίσκοπο χειροτόνησε; Γιατί λοιπόν ένας αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) την διαδοχή του Πέτρου;» (Μάθημα… 44).
«Απεδείχθη ότι οι της Δυτικής Εκκλησίας θεολόγοι παρερμηνεύουν τα ιερά λόγια του Κυρίου… ότι πλανώνται θεωρούντες τον Απ. Πέτρο ως τον θεμέλιον λίθον της Εκκλησίας… Η θεωρία αυτή οδήγησε την Δυτικήν Εκκλησίαν εις τρίβους (δρόμους) επισφαλείς, αίτινες απεμάκρυναν αυτήν του γνησίου και αληθούς πνεύματος της Εκκλησίας» (Μάθημα… 45).
«Η Εκκλησία λοιπόν είναι η μόνη αναμάρτητος και αλάθητος, και αυτήν μόνην οι πάντες οφείλουσιν ως τέτοια να αναγνωρίζουν» (Αι Οικουμενικές Σύνοδοι, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 71).
«Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον· διότι αφήρεσε τον ωραιότατον κόσμον (=στολισμό) της Εκκλησίας, την τιμιωτέραν αρετήν της Νύμφης του Χριστού. Δια της αποστερήσεως ταύτης ο Πάπας εξευτελίζει και ατιμάζει την του Χριστού Εκκλησίαν· διότι αποστερεί αυτής την χάριν του παναγίου Πνεύματος του φωτίζοντος αυτήν… Δεν δύναται δε να αρνηθεί την αντίφασιν ταύτην· διότι ελέγχεται υπ’αυτής, και διότι δεν είναι δυνατόν να υφίστανται δύο αλάθητα και αναμάρτητα και συγχρόνως διαφωνούντα προς άλληλα. Η εκκλησία η καθόλου (η όλη Εκκλησία) διαφωνεί προς τον Πάπαν. Επομένως το ένα από τα δύο αυτά απώλεσε το αλάθητον, τουτέστιν ή η Εκκλησία ή ο Πάπας. Και εάν η Εκκλησία, τότε ο Πάπας εστί το αλάθητον, το αψευδέστατον στόμα του Αγίου Πνεύματος… Άρα η πράξις αυτή ην αναξία τω μεγάλω της Δυτικής Εκκλησίας Ποντίφηκι, και υπέδειξεν ούτος δια τρανής μαρτυρίας το λαθητό και προς την αμαρτίαν επιρρεπές του ανθρώπου… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τις Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα» (Αι Οικουμενικαί... 70).
«Η από ενός προσώπου αποδοχή της αληθείας είναι λίαν κινδυνώδες· διότι εισάγει τον ιδιολογισμόν και δίνει χώραν εις την αμφιβολίαν περί του κύρους των προγενέστερων θεσπισμάτων. Ο ορθολογισμός γίνεται το μέτρον πάσης αποδεκτής αληθείας· δόγμα λοιπόν (γίνεται) ό,τι η φαεινή του ενός ανθρώπου διάνοια θα ήθελε να αποφανθεί ως ορθόν και λογικόν. Δια του τρόπου δε τούτου θα ελάλει εν ταις Εκκλησίαις ουχί πλέον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά το πεπερασμένον του ανθρώπου πνεύμα… Η Δυτική Εκκλησία περιορίσασα το αλάθητον σε ένα πρόσωπο, τον Πάπα, προχώρησε περισσότερο σε μία στιγμή από όσον η των Διαμαρτυρομένων Εκκλησία για ολόκληρους αιώνες· και ο λόγος εστίν ο εξής: Η Δυτική Εκκλησία δια της αφαιρέσεως του αλαθήτου απώλεσε το κύρος και την ισχύν ή μάλλον, να πούμε, την φωνήν και την ζωήν και απέβη από στόματος φωνήεντος σώμα ιχθύος αφωνότερον και ώρισε μέλος τι ως κεφαλήν αυτής, ίνα φέρη την φωνήν και την ζωήν. Αλλ’ ένεκα τούτου δεν απέβη άτομο η Εκκλησία; Δεν ομιλεί πλέον εν αυτή το άτομον;» (Αι Οικουμενικαί... 72).
«Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὁρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὁρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε (=πάντοτε) ἕτερον» (Αἱ Οἰκουμενικαὶ..., 73).
«Ενώ εν τη των Διαμαρτυρομένων ανεκηρύχθη σεβαστή η ελευθερία του ανθρωπίνου πνεύματος, εν τη Δυτική Εκκλησία υπεγράφη η δουλεία αυτού. Ενώ δηλαδή εν εκείνη ο άνθρωπος αφίεται ελεύθερος ν’ αποδέχεται ό,τι αυτός εννοεί (=καταλαβαίνει), εν ταύτη ο Δυτικός υποχρεούται ν’ ασπάζηται ό,τι δεν εννοεί, αλλ’ ό,τι του επιβάλλεται. Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα! Πραγματικά από καρδίας θλιβόμεθα για την αδικία που έγινε στην Εκκλησία και από τα μύχια […] ευχόμεθα να φωτίσει το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιο Πνεύμα, ώστε να δώσει πίσω αυτός στη μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ό,τι από αυτήν αφαίρεσεν, ως μη ώφειλεν» (Αι Οικουμενικαί..., 73).
«Σχίσμα, θλιβερό άκουσμα, λέξις δηλούσαν αποδοκιμασία αδελφής Εκκλησίας, χωρισμόν αδελφών μίας Εκκλησίας και σειράν δυσαρέστων επακολούθων» (Μελέτη Ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος τόμος Α,εκδ. Παναγόπουλος, 1998, σελ. 27).
«Η δε ανατολική Εκκλησία φέρει ως σπουδαιότατα αίτια: α) Τις υπερφίαλες και αντικανονικές αξιώσεις περί του πρωτείου των Παπών της Ρήμης, τις αντιστρατευόμενες προς το πνεύμα της Μίας Αγίας καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το διατετυπωμένον εν τη Αγία Γραφή και περιπεφρουρημένον υπό των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων» (Μελέτη... Α, 28).
«Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκατέρα παρά της ετέρας, ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής, άρνησιν των θεμελιωδών αρχών, εφ' ων εδράζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας· διότι η μεν δυτική Εκκλησία εδράζεται επί των πρωτείων του Πάπα, κατά την εκδοχήν αυτών υπ’ αυτής η δε ανατολική Εκκλησία επί των οικουμενικών συνόδων. Κατά ταύτα οι προτεινόμενοι όροι ενώσεως υπ’ αμφοτέρων των μερών είναι αδύνατον να γίνωσιν αποδεκτοί, ως ανατρέποντες εκ θεμελίων τας εαυτών Εκκλησίας» (Μελέτη... Α, 28-29).
«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία προδιέγραψε το πρόγραμμα, όπερ έμελλε να εφαρμόσει, και καθ’ ο όφειλε να βαδίσει καθ’ όλους τους αιώνας. Επί το πρόγραμμα εγράφη: «Ένας Θεός, μία πίστη, ένα βάπτισμα, μία Εκκλησία, η Εκκλησία της Ρώμης». Από δω αρχίζει η από της Μίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας απομάκρυνση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, η οποία ευθύς εξ’ αρχής άνοιξε το χάσμα του χωρισμού, αντικαταστήσασα τον προσδιορισμό της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας· από δω αρχίζει ο χωρισμός των Εκκλησιών, όστις συνετελέσθη επί Φωτίου τα μάλα (=πάρα πολύ) καλώς, αφού η Εκκλησία διέτρεχε κίνδυνο να αποβεί από Μία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία, Εκκλησία Ρωμαϊκή ή μάλλον παπική, κηρύττουσα όχι πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα» (Μελέτη Α..., 30).
«Η υπέροχος θέση του Πέτρου ως κορυφαίου των αποστόλων εφιλοτίμησεν ου μόνον την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν την φιλοδοξούσαν πρωτεία, ηγεμονία και μονοκρατορία…» (Μελέτη Α..., 32-33).
«Ο επίσκοπος Ρώμης ετιμάτο δια το είναι αυτόν επίσκοπον της πρωτευούσης του ρωμαϊκού κράτους. Ούτοι ήσαν οι λόγοι της τιμής των επισκόπων Ρώμης και των πρωτείων, συγχρόνως δε και τα αίτια τα υπερθερμάναντα την φιλοδοξίαν των Παπών και διεγείραντα την συμφυά ρωμαϊκή φιλαρχία, όπως ηγεμονεύσωσιν απάσης της Εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 58).
«Η παπική όμως φιλαρχία με αλλοίωση του κειμένου του αγίου Κυπριανού εξήγαγεν ερμηνείας συμφώνους προς το φιλαρχικόν αυτής πνεύμα. Το extra Ecclesiam nulla salus [εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία] το παραχάραξε στο extra Ecclesiam Romanam salus nulla [εκτός Ρωμαϊκής Εκκλησίας…]» (Μελέτη Α..., 70).
«Έτερον τεκμήριον αρχαιότατον, μαρτυρούν τας τάσεις προς υποδούλωσιν της Εκκλησίας, είναι και ο εθνικός αρχιερατικός τίτλος, του Pontifex maximus, τον οποίο σαν διπλοΐδα βασιλικήν περιεβλήθησαν, όπως εμφανισθώσιν ως ηγεμόνες της Εκκλησίας, θέλοντες δι’ αυτού να αναδειχθώσιν οι άκροι Αρχιερείς οι την ανωτάτην έχοντες αρχιερωσύνην… Το αρχιερεύς μέγιστος εντεύθεν λαβόν την αρχήν, μετά ταύτα κατ’ απομίμησιν της εθνικής ιεραρχίας εθεωρήθη ως χαρακτηριστικός τίτλος του αξιώματος του επισκόπου Ρώμης, διότι δι αυτού περιεβάλλετο το μοναρχικόν αξίωμα εν τη Εκκλησία του Χριστού, του διδάξαντος το «όστις θέλει είναι πρώτος, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ.θ 35). Το pontifex maximus είναι αντιχριστιανικό κατά την εκδοχή της εννοίας αυτού υπό της δυτικής Εκκλησίας. Τούτο ην το πρώτο γενναίο βλάστημα των σπερμάτων του χωρισμού και του σχίσματος της Εκκλησίας, των σπαρέντων από του δευτέρου αιώνος. Ρontifex maximus εν τη χριστιανική Εκκλησία υπό εθνικήν σημασία, είναι κάτι τερατώδες, είναι κάτι ακατανόητον· ο pontifex maximus είναι κάτι ανώτερον του αρχιερέως κατ’ ουσίαν, είναι ανώτερος των λοιπων αρχιερέων κατά τα θεία χαρίσματα και κατά τας θείας δωρεάς, είναι το θείον, επί της γης αντιπροσωπευόμενον. Πώς ήδη να θαυμάζωμεν περί του σχίσματος και της διαιωνίσεως αυτού; Γιατί να εξιστάμεθα για όλες τις αυθαιρεσίες, για το αλάθητο και για τη λύτρωση των ψυχών εκ του άδου και δι όλα τα άλλα» (Μελέτη Α..., 79-80).
«Η ίδια φιλοδοξία ώθησε και τους επισκόπους της Ρώμης να μιμηθώσι τους της Ρώμης αυτοκράτορας, ους ηθέλησαν τινές να μιμηθώσι καθ’ όλα» (Μελέτη Α..., 81).
«Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία... υπήρξε αείποτε (πάντοτε) ελευθέρα και ανεξάρτητος, ουδέ υπετάγη ποτέ τω Πάπα Ρώμης, ουδέ ανεγνώρισε ποτέ αυτώ μείζονα ιεραρχίαν και πνευματικά χαρίσματα και πνευματικήν υπεροχήν, αλλ’ εθεώρησεν αυτόν επίσκοπο, ως πάντας τους επισκόπους, αφού και αυτός την αυτήν έλαβε χειροτονία, οίαν και οι λοιποί επίσκοποι παρά των αποστόλων, οίτινες δεν απεστάλησαν παρά του Σωτήρος επίσκοποι καθεδρών, αλλά απόστολοι του ιερού Αυτού Ευαγγελίου, φέροντες την δύναμιν του ιδρύειν εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 82).
«Πώς ην δυνατόν να εξαρτώνται οι απόστολοι από του Πέτρου, όστις εξ’ ίσου προς τους άλλους απεστέλλετο εις το κήρυγμα… αφού έκαστος έμελλε να ενεργεί ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους; Αλλά τις η χρεία του πρωτείου του αποστόλου Πέτρου, αφού δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν δευτερεία, για την διασπορά των αποστόλων; Τις η χρεία της υπεροχής του Πέτρου, αφού έκαστος απόστολος ιδίαν είχεν αποστολήν; Τις η χρεία ιεραρχικής βαθμολογίας μεταξύ των αποστόλων, αφού εν τη διασπορά έμελλον να πεθάνουν μακριά ο ένας από τον άλλον;… Βεβαίως ουδεμία χρεία όλων τούτων των φανταστικών προσόντων του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος οπωσδήποτε θα διαμαρτύρεται κατά της τοιαύτης υπεροχής. Εάν τα προσόντα του Πέτρου (=το πρωτείο) ήταν αληθινά, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικό και αδιανόητο, διότι θα παρουσίαζε σύγχυση εννοιών και σύγκρουση αρχών· θα ήταν ακατανόητη η αρχή της ισότητας, και ισότητας μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητας, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας» (Μελέτη Α..., 83).
«Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται και εδράζεται όχι στο ενιαίο πρόσωπο ενός από τους αποστόλους, αλλά στο πρόσωπο του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας… Μέχρις ότου αφίκετο εις την τελείαν απόσχισιν, ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας… στην επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου. Οι υπόλοιποι δογματικοί λόγοι, καίτοι (=αν και) σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη Α..., 84).
«Ένας άνθρωπος, ένας επίσκοπος Ρώμης, κατέχων την αρχήν και το κέντρον της ενότητας και θέλων άμα να είναι η κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, ήθελε χαρακτηρισθή υπό του [αγίου] Κλήμεντος [επισκόπου Ρώμης] ως παράφρων» (Μελέτη Α...,92)
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα […] του πολιτεύματος της Εκκλησίας και του διαπνέοντος εν τη Εκκλησία πνεύματος και έκφραση της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των Επισκόπων, και επιπλέον τρανή μαρτυρία της καθόλου (=της όλης) Εκκλησίας περί του αλαθήτου, ότι τούτο βρίσκεται μόνο στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία… Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διαδασκόμεθα ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον παρά μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπισκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλάθητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπα τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρουσιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Η συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν» (Μελέτη Α..., 106-107).
«Ήδη ερωτώμεν πού τα δικαιώματα του Πάπα (στην Α΄Οικουμενική); Πού το αλάθητο; Πού η εξουσία; Πώς αντεποιήθη (οικειοποιήθηκε, σφετερίστηκε) τούτων η καθόλου (η όλη) εκκλησία; Γιατί δεν αναφέρθησαν προς τον επίσκοπο Ρώμης, τον καθήμενον επί της καθέδρας του Πέτρου και έχοντα εκ διαδοχής το αδιάπταιστον εν τη Χριστιανική αληθεία; Γιατί μάλιστα προσεκλήθη και αυτός ως ένας των επισκόπων…; Γιατί δεν απεδόθη η προσήκουσα τιμή τω προκαθεζομένω της αληθείας; Βεβαίως ταύτα δεν συνηγορούν υπέρ των ισχυρισμών των Παπιστών» (Μελέτη Α..., 108).
«Πόσο παραχαράττουν την αλήθεια [ο Πάπας Πίος ο Θ΄ το 1848], για να υποστηρίξουν την αστήρικτη αρχή του Πάπα και την Παπικήν Έκκλητον Μελέτη Α..., 121).
«Εν απάσαις ταύταις ταις συνόδοις ουδαμού φαίνεται η του Πάπα αυθεντία ή το πρωτείο ή η ηγεμονία ή το έκκλητο ή η υπεροχή ή το διοικητικό ή κάτι εξ’ όσων σήμερον αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) ο Πάπας» (Μελέτη Α..., 127).
«Η απάντηση αυτή (της Συνόδου Καρθαγένης) είναι ου μόνον σφοδρός έλεγχος του παπικού τύφου (=υπερβολική υπερηφάνεια), αλλά και αναίρεσις των αξιώσεων και δείγμα του μέτρου της παπικής ηγεμονίας» (Μελέτη Α..., 138).
«Ταύτα [τον σεβασμό του Πάπα Κελεστίνου στο θεσμό των Συνόδων] ας ακούσουν αυτοί που το 1870 [Ά Βατικανή που δογμάτισε το «αλάθητο»] κατάργησαν τις Συνόδους» (Μελέτη Α..., 142).
«Τοιαύτη η πολιτική του παπισμού, η τα σπέρματα του σχίσματος άφθονα κατά τον πέμπτο αιώνα εν τη Εκκλησία ενσπείρασα» (Μελέτη Α..., 144).