ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ
Γι’ αὐτήν τήν ἐπέτειο τῶν 1.700 ἐτῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔγιναν καί θά γίνουν Θεολογικά Συνέδρια, θά γίνουν ὁμιλίες γιά νά παρουσιασθῆ ὅλο τό θεολογικό ἔργο της.
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτήν θά ἤθελα νά παρουσιάσω τίς βασικές σκέψεις ἑνός κειμένου τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ, τοῦ γνωστοῦ Πόποβιτς, τό ὁποῖο συνέγραψε τό ἔτος 1925, δηλαδή πρίν ἑκατό (100) χρόνια, ὅταν καί τότε ἑόρταζαν τήν ἐπέτειο τῶν 1.600 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τό ὁποῖο εἶναι καί σήμερα ἐπίκαιρο μέ τήν νέα ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν.
Τό ἄρθρο φέρει τόν τίτλο «ἀπό τόν ἀρειανισμόν τοῦ Ἀρείου ἕως τόν νεώτερον εὐρωπαϊκόν ἀρειανισμόν». Σέ αὐτό διακρίνουμε δύο σημαντικά σημεῖα.
Τό πρῶτον ἀναφέρεται στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, τήν ὁποία καταδίκασαν οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ἀναφέροντας τόν λόγο ἑνός ξένου θεολόγου, τοῦ Newman τόν ὁποῖο ἀποδέχεται, ὅτι «ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἀρειανῶν». Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι οἱ Ἀρειανοί ἔφθασαν στήν αἵρεση, χρησιμοποιώντας τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία καί ὄχι τήν ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὅπως γράφει, φιλοσοφώντας ὁ Ἄρειος, ὑπέπεσε σέ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπό τόν Νέρωνα, ἀφοῦ ὁ Νέρων ἀπέκτεινε τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ἄρειος ἤθελε νά ἀποκτείνη τόν Χριστό ὡς Θεό. Καί μάλιστα, ὁ Σατανᾶς «ἐξελθών ἐκ τοῦ θεοκτόνου καί αὐτοκτόνου Ἰούδα εἰσῆλθεν εἰς τόν Ἄρειον, καί δι’ οὐδενός ἄλλου ἐνήργει τόσον ὁλοκληρωτικῶς, ὅσον διά τοῦ Ἀρείου».
Κανένας διωγμός δέν τάραξε τήν Ἐκκλησία «ὅσον ὁ ἀρειανισμός», διότι ὁ Ἄρειος ἐκδίωκε τόν Θεόν ἀπό τόν Χριστόν. Στήν πραγματικότητα ὁ ἀρειανισμός «εἶναι μιά ἀπόπειρα νά υἱοθετηθοῦν οἱ μέθοδοι καί τά μέσα τῆς κατά ἄνθρωπον φιλοσοφίας ὡς μέθοδοι καί τά μέσα τῆς Χριστογνωσίας καί Θεογνωσίας». Καί σημειώνει ἀφοπλιστικά: «Ὁ ἀρειανισμός εἶναι ἀνεστημένος παγανισμός, διότι σμικρύνει τόν Θεάνθρωπον Χριστόν εἰς τό ἐπίπεδον ἑνός ἡμιθέου».
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντέδρασε σέ αὐτό τό γεγονός καί «δέν ἐδημιούργησε τίποτε τόν νέον, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐξέφρασε καί διετύπωσε τήν ἀρχαίαν πίστιν καί διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐφυλάττετο ἱερῶς καί ὁσίως ἐν τῇ χαρισματικῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Τό δεύτερον σημεῖο πού τονίζει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ νέος Ὁμολογητής καί ἀφορᾶ τήν ἐποχή μας εἶναι ὅτι «ὁ Ἀρειανισμός δέν ἔχει ἀκόμη ταφῆ• σήμερον εἶναι περισσότερον τῆς μόδας παρά ποτέ ἄλλοτε καί ἔχει διαδοθῆ περισσότερον ἀπό ἄλλοτε. Ἔχει διαχυθῆ ὡς ψυχή εἰς τό σῶμα τῆς συγχρόνου Εὐρώπης». Αὐτό φαίνεται στήν «κουλτούρα τῆς Εὐρώπης», διότι «ὅλα περιορίζονται εἰς τόν ἄνθρωπον καί μόνον, καί αὐτόν τόν Θεάνθρωπον Χριστόν ἔχουν σμικρύνει εἰς τά πλαίσια τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ζύμην τοῦ ἀρειανισμοῦ ἔχει ζυμωθῆ καί ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρώπης, καί ἡ ἐπιστήμη της καί ὀ πολιτισμός της, καί ἐν μέρει ἡ θρησκεία της».
Γιά νά ὑποστηρίξη αὐτό τό γεγονός ἀναφέρει τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, τήν «εὐρωπαϊκή ἐπιστήμη», τόν «Προτεσταντισμόν», τόν «Παπισμόν», τούς διανοούμενους, οἱ ὁποῖοι λένε συχνά ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, σοφός ἄνθρωπος, ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος, ἀλλ’ ὁπωσδήποτε ὄχι Θεός». Αὐτά συνιστοῦν ἕναν ἀρειανισμόν, ἀκόμη καί «ἡ σύγχρονη εὐρωπαϊκή σχετικοκρατία ἀκολουθεῖ τόν ἀρειανισμόν». του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου