Ελληνορωμαϊκά!

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Ἄγγελοι περνοῦσαν µπροστὰ ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας! Ἀπὸ τὴν µιὰ µεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔµπαιναν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔβγαιναν. Τὶ ὀµορφιά!

 

Ἡ ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων δὲν περιγράφεται
«Τὶ ὀμορφιὰ ἦταν αὐτή, Θεέ μου!»

Γύρω στὸ 1960-62 εἶχα γνωρίσει στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕναν Ἀσκητὴ ἀπὸ τὴν Καψάλα, τὸν πατέρα Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος µεταξὺ τῶν ἄλλων µοῦ διηγήθηκε κάποια πράγµατα γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴ ἑνὸς Ἐρηµίτου, τοῦ Γέροντος Χαραλάµπους τοῦ «κοµποσχοινᾶ», ὁ ὁποῖος τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ ἔζησε στὴν ἄγρια περιοχὴ τῆς Καψάλας. Ἐλέγετο δὲ «κοµποσχοινάς», διότι σὰν ἐργόχειρο καὶ διακόνηµά του εἶχε τὸ νὰ πλέκη κοµποσχοίνια.

* * *

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γερµανικῆς Κατοχῆς ἦταν στὴν Ἀθήνα ὁ ΓεροΧαράλαµπος καὶ τότε γνώρισε µία γριούλα Μοναχή, ὀνόµατι Μακαρία, Μικρασιάτισσα, ποὺ καλογέρευε µόνη της σ’ ἕνα µικρὸ ἀπέριττο φτωχικὸ σπιτάκι. Ἦταν σωστὸς ἐπίγειος ἄγγελος.

« Ἀξιώθηκα µὲ τὴν εὐχή της», ἔλεγε, «νὰ δῶ καὶ ἐγὼ ὁ ἄθλιος οὐράνιους Ἀγγέλους. Αὐτὴ ἡ Γερόντισσα εἶχε µία Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας, πολὺ θαυµατουργή, ποὺ τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Κάποια µέρα, τότε, στὴν Κατοχή, µὲ πῆγε σὲ µία σπηλιὰ στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ κάνουµε τριήµερη νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν πεῖνα, τὴν γύµνια, τὰ βασανιστήρια τῆς Γκεστάπο, τοὺς τόσους σκοτωµοὺς καὶ γιὰ ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες. Τὴν ἡµέρα εἴχαµε ἀναµμένο ἕνα κανδηλάκι µπροστὰ στὸ Ἅγιο Εἰκόνισµα τῆς Παναγίας. Τὴ νύχτα ὅµως τὸ σβήναµε, γιὰ νὰ µὴ γίνουµε ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς Γερµανούς.

Τὴν δεύτερη ὅµως νύχτα ἐντελῶς ξαφνικὰ ἕνα ἀστραφτερὸ οὐράνιο τόξο κύκλωσε τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Λάµψι καὶ ἀκτινοβολία, ἄλλο πρᾶγµα…, ἔξω ἀπὸ τὸν γήϊνο κόσµο ποὺ ζοῦµε. Δὲν ἄντεξα, ἔπεσα κάτω καὶ ἄρχισα ἀµέτρητες στρωτὲς µετάνοιες…, δὲν ξέρω πόσες. Κατάκοπος ἀκούµπησα στὸν βράχο τῆς σπηλιᾶς καὶ µὲ κλειστὰ τὰ µάτια ἄρχισα νὰ λέγω συνεχῶς τὴν “Εὐχὴ”: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε”. Σὲ λίγο µὲ φωνάζει ἡ Μοναχὴ καί, ἀνοίγοντας τὰ µάτια µου, ἀντίκρυσα ἔκπληκτος ὑπερουράνιες ὑπάρξεις. Ἄγγελοι περνοῦσαν µπροστὰ ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας! Ἀπὸ τὴν µιὰ µεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔµπαιναν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔβγαιναν. Τὶ ὀµορφιά! Ἡ δὲ ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων δὲν περιγράφεται… Τὰ πρόσωπά τους ὁλόλαµπρα, ὁ χιτώνας τους φωτεινός, τὰ µαλλάκια τους ὄµορφα ριγµένα πρὸς τὰ πίσω, οἱ φτεροῦγες τους ἀνοικτές! Μόλις δὲ ἔφθαναν στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, µάζευαν τὶς φτεροῦγες τους, σταύρωναν τὰ χέρια τους καὶ προσκυνοῦσαν τὴν Θεοτόκο!

Ἔκλεισα τὰ µάτια, γιατὶ δὲν θεωροῦσα τὸν ἑαυτό µου ἄξιο καὶ ἱκανὸ νὰ βλέπω Ἀγγέλους. Ἔµοιαζαν ὅλοι τους. Ἐλάχιστα διέφεραν, ἁπλῶς καὶ µόνο γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἐνῶ ἦσαν κατὰ πάντα ἴδιοι. Δὲν σκέφθηκα νὰ παρακαλέσω ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν Παναγία νὰ δώση εὐλογία γιὰ νὰ µοῦ ποῦν τὰ ὀνόµατά τους! Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν σκέπτεσαι τὸ παραµικρό. Μόνο κοιτάζεις καὶ χαίρεσαι, ἀπορεῖς, θαυµάζεις… Νοιώθεις ἀπέραντη εὐτυχία. Ὁ φόβος ἐξαφανίζεται.

Πέρασαν καὶ Ἀρχάγγελοι, οἱ ὁποῖοι ξεχώριζαν λιγάκι ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους γιατὶ εἶχαν κάτι ρίγες πάνω στὸ ἔνδυµά τους.
– Θεέ µου καὶ Κύριέ µου, ἀνεφώνησα, ὄντως Σοῦ ὑπεραξίζει νὰ περιβάλλουν τὸν Οὐράνιο Θρόνο Σου τέτοιες ἐξαίσιες ἀκτινοβολοῦσες οὐράνιες ὑπάρξεις! Ὡς θαυµαστὰ τὰ ἔργα Σου, Κύριε, οὐράνια καὶ ἐπίγεια!… Τὶ ὀµορφιὰ ἦταν αὐτή, Θεέ µου! Τὶ ὀµορφιά! Τὶ κάλλος! Τὶ θεία εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἄφατη ἐκείνη ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων!…».

(*) Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου, Οἱ Ἀναβαθµοὶ στὴν ἐν Χριστῷ πορεία, σελ. 120-124, Πειραιὰς 2011

[Ο Γέροντας Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς (εκ Βρυούλων Μ. Ασίας, 1914 – 18-2-1998), έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα.
Στό τέλος της ζωής του γηροκομήθηκε στην Μονή Σταυρονικήτα, από όπου και ανεχώρησε γιά τον ουρανό το 1998.]
Πηγή Αφροδίτη Καστάνη ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ