τὸ αὐτοδιοίκητον, τὸ αὐτόδεσποτον καὶ τὸ ἀπάτητον τῆς μεγάλης Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ἡ ἱστοσελίς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀναρτᾷ τήν λίαν ἐνδιαφέρουσαν μελέτην τοῦ Ἐπίτιμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ΕΚΠΑ κ. Βλασίου Φειδᾶ περί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ καί περί τῆς προσφάτου δημιουργηθείσης καταστάσεως ἐν αὐτῇ ὡς ἕπεται: “Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ”
Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ
Ἐπίτιμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ΕΚΠΑ
Τὸ ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ συνδεόταν πάντοτε μὲ τὴν ἄρρηκτη σχέση της μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἤτοι τόσο κατὰ τὴν περίοδον τῆς Φραγκοκρατίας, ὅσον καὶ μὲ τὴν ἐπιβολὴ λατίνου Πατριάρχη καὶ λατινικῆς Ἱεραρχίας (1099–1268), ἀλλ’ ὅμως ἐκδιώχθηκαν, ἀμέσως μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῆς κυριαρχίας τῶν Μαμελούκων στὴν Αἴγυπτο, στὴ Συρία καὶ στὴν Παλαιστίνη (1268–1517).
Οὕτως, ἀναγνωρίσθηκαν τά καθιερωμένα προσκυνηματικὰ δικαιώματα, ὄχι μόνον τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ἀλλ’ ὅμως αἱ συνεχείς οἰκονομικαί πιέσεις καὶ οἱ περιοδικοί διωγμοί δέν ἐπέτρεπαν τήν πλήρη ἀνάπτυξη, ἤτοι τόσον τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραρχίας, ὅσον καί τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
Ἐν τούτοις, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰουστινιανὸς Α΄ (527–565), εἶχε ἤδη κατοχυρώσει τὸ αὐτοδιοίκητον, τὸ αὐτόδεσποτον καὶ τὸ ἀπάτητον τῆς μεγάλης Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλων τῶν θεοβαδίστων Ἁγίων Τόπων τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἤτοι τῆς Παλαιστίνης, τοῦ Ὄρους Σινᾶ καὶ τῆς Ἰορδανίας.
Βεβαίως, οἱ δύο καταστροφικοὶ παγκόσμιοι πόλεμοι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα (1914–1918 καὶ 1939–1945) κατέστησαν ἀναγκαίαν τὴν ἐπικύρωση τῆς Συνθήκης τῶν Παρισίων (1856), ἤτοι γιά τήν διεθνῆ προστασία τοῦ ἤδη καθιερωμένου προσκυνηματικοῦ καθεστῶτος (Status quo), ἤτοι ὅλων τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ.
Ἄλλωστε, τὸ καθεστὼς αὐτὸ (Status quo) εἶχε ἤδη ἐπικυρωθῆ καὶ μὲ τὸ ἄρθρον 63 τῆς Διορθωτικῆς Συνθήκης τοῦ Βερολίνου (1878), μὲ τὴ ρητὴ μάλιστα διακήρυξη, ἤτοι ὅτι «οὐδεμία ἀλλοίωσις δύναται νὰ ἐπιβληθῆ εἰς τὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων» (Status quo), ἤτοι ὅπως αὐτό εἶχε ἤδη ὁρισθῆ ἀμέσως μετὰ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο (1853–1856) καὶ μὲ τὴ Συνθήκη τῶν Παρισίων (1856).
Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, τὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων διατηρήθηκε δέ καί μετά τόν πρῶτον Παγκόσμιον Πόλεμον (1914–1918), διό καί ἐπικυρώθηκε ἐπίσης ἀπὸ τὴν «Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν» (1925), ἀλλ’ ὅμως καὶ μετὰ τὸν δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον (1939–1945), παρά τὴν ἵδρυση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ (1948), ἀνανεώθηκε ἡ προστασία τοῦ προσκυνηματικοῦ καθεστῶτος (Status quo), παρά τὶς ὑποκινούμενες ἀντικανονικὲς πιέσεις τῶν ἀραβοφώνων ὀρθοδόξων, ἤτοι στην προσκυνηματική ἀποστολήν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, γι’ αὐτὸ κατέστη τελικῶς ἀναγκαία καὶ ἡ τροποποίηση τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας ὅλων τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, ἤτοι ὄχι μόνον γιὰ τὴν ὑπόστασή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τήν ἐσωτερική του λειτουργία.
Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι οἱ δύσκολες διαπραγματεύσεις τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μὲ τὴν Κυβέρνηση τῆς Ἰορδανίας, γιὰ τὴν διαμόρφωση ἐνὸς νέου νομοκανονικοῦ Κανονισμοῦ, κατέληξαν τελικῶς σὲ μία παραδεκτὴ σύνθεση τῶν διεθνῶς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, τόσον τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ὅσον καὶ τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, στὴν ὁποία μάλιστα ἐπέμεινε ἀδιάλλακτα ὁ ἔμπειρος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Βενέδικτος (1958–1980).
Οὗτος, ὁ ἔμπειρος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἔπεισε τὸν Βασιλιά τῆς Ἰορδανίας Χουσεΐν νὰ ἐκδόση τὸν ἰσχύοντα μέχρι σήμερον νομοκανονικὸν Κανονισμόν (1958), ὁ ὁποῖος ἐκάλυπτε ἤδη καὶ καλύπτει πλήρως, τὸ ἤδη καθιερωμένον καθεστὼς τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ.
Εἰς τὸ καθεστὼς λοιπόν αὐτὸ, ἐντάσσεται, ἀμέσως ἢ καὶ ἐμμέσως ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ἀλλ’ ὅμως κατ’ ἀναφοράν πάντοτε τόσον πρὸς τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ὅσον καὶ πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως συντονίζονται πάντοτε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖο, διὰ νὰ ἀποτρέπωνται κανονικῶς οἱ ἀντικανονικὲς ἀξιώσεις καὶ ἀντιφατικές συγχύσεις τῶν ἀφιερωμένων εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Ὄρους Σινᾶ μοναχῶν, ἀλλ’ ὅμως διά τήν ἐκπλήρωσιν καί τῶν καθιερωμένων περιοδειῶν, ἤτοι τῆς ἱερᾶς ζητείας, ἤτοι εἰς ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, διά τήν οἰκονομικήν ὑποστήριξιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ.
Βεβαίως, ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὄρους Σινᾶ, εἶχε καί ἔχει ἤδη ἀναγνωρισθεῖ διεθνῶς ἀπὸ τὴν UNESCO, ὡς ἕνα ἀναγκαῖο καί πολύτιμο μνημεῖο παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομίας (2002), διό καί ὁλόκληρη ἡ περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Ὄρους Σινᾶ προστατεύεται ὄχι μόνον ἀπό ὅλους τούς διεθνεῖς Κανονισμοὺς, τούς σχετικούς Νόμους, ἀλλὰ καὶ τίς καθιερωμένες Συνθῆκες, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἀναγνωρίζονται ἀπό ὅλα σχεδόν τά Κράτη τοῦ κόσμου (Διεθνής Συνθήκη τῆς Γενεύης, Διεθνὴς Συμφωνία γιά τά ἀτομικά καί πολιτικά Ἀνθρώπινα Δικαιώματα, Διεθνής Σύμβαση για τήν Προστασία τοῦ Παγκοσμίου Πολιτισμοῦ καί τῆς φυσικῆς κληρονομίας κ.ἄ.) Ἄλλωστε ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ὄρους Σινᾶ εἶχε ἤδη καί ἔχει πάντοτε μεγάλη σημασία καί για τήν ἴδια τήν ἐπιστημονική κοινότητα, ἀφοῦ τά πολύτιμα καὶ σπάνια χειρόγραφα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ ἀποτελοῦν ἕνα πραγματικό θησαυρό διά τούς προσκυνητάς καί τούς ἐρευνητάς τῶν ἀπανταχοῦ τοῦ κόσμου.
Συνεπῶς, ὅλες οἱ διεθνεῖς Συνθῆκες, ἀλλά καί ὅλοι οἱ σχετικοί Νόμοι τῶν εὐλόγως ἐνδιαφερομένων κρατῶν, ἤτοι διά τήν προστασίαν ὅλων τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί ὅλων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἤτοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, διατηροῦν δέ ἀλώβητη ὄχι μόνο τήν ἱερότητα ὅλων τῶν θεοβαδίστων ἱερῶν Προσκυνημάτων, άλλά καί τήν ἀποτροπήν τῆς ὁποιασδήποτε ἀμφισβητήσεως, ἀθετήσεως ἤ καί ἀλλοιώσεως τῆς διαχρονικῆς ἀποστολῆς τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, ὅπως λ.χ. ἡ ἄκριτη, ἀπαράδεκτη, παράνομη καί αὐθαίρετη ἀπόφαση, ἤτοι διά τόν προκλητικό ἀποκλεισμό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ἡ ὁποία ὑποβαθμίζει ἤ ἀπορρίπτει τόσον τήν πανορθόδοξη, ὅσον καί τήν παγκόσμια ἀκτινοβολίαν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τόν Ὄρους Σινᾶ, διό καί ὁ βίαιος ἀποκλεισμός της καταλύει τήν ὅλην ἀποστολήν τοῦ Προσκυνηματικοῦ Καθεστῶτος (Status quo) τόσον πρός τούς ἐγγύς, ὅσον καί πρός τούς μακράν…!
Ὑπό τήν προοπτικήν ὅμως αὐτήν, ἰσχύουν πάντοτε ὅλες οἱ προαναφερθεῖσες διεθνεῖς Συνθῆκες καί πολύτιμες ἐγγυήσεις γιά τήν καθιερωμένη προστασίαν τοῦ Προσκυνηματικοῦ Καθεστῶτος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ (Status quo), διό καί ἡ Κυβέρνηση τῆς Αἰγύπτου δέν νομιμοποιεῖται νά παρεμβαίνη αὐθαιρέτως ἤ καί νά ἀποφασίζη ἀκρίτως, ἤτοι γιά τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν ἀναφοράν αὐτῆς, ἤτοι τόσον εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ὅσον καί εἰς τό Προσκυνηματικόν καθεστώς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὄρους Σινᾶ (Status quo), διό καί ἀποκλείεται, ρητῶς καί κανονικῶς, ὄχι μόνον ἡ παρέμβαση τῆς αἰγυπτιακῆς Κυβερνήσεως, ἀλλά καί τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ὑπό τήν καθιερωμένην ἐποπτείαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
ΠΗΓΗ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ