Άγιος Αρσένιος ο Καπαδόκης την ευλογία του να έχουμε !!!
Βοήθεια σε όλο τον κόσμο !!!
Ο νονός του Αγίου Παΐσίου
Στα έσχατα αυτά χρόνια που ζούμε η μόνη σωτηρία είναι ο Κύριός μας και όλοι οι Άγιοί μας ή μοναδική ασφάλειά μας !!!
Και το μοναδικό φάρμακο η θεία κοινωνία το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας και δημιουργού μας !!! Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η περιγραφή της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου τον Οκτώβριο του 1958 από τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, μέσα από το βιβλίο του: Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.
Ο Πατήρ Αρσένιος το 1958, ήταν στο Κοιμητήρι της Κερκύρας, με την πλάκα επάνω στον τάφο του πού έγραφε το όνομά του.
Πολλοί συγχωριανοί μας είχαν την εντύπωση μετά, ότι το Λείψανο του Πατρός Αρσενίου (Χατζηεφεντή) θα ήταν ολόκληρο, όπως και πολλών Αγίων, και από ευλάβεια δεν τολμούσαν να του κάνουν την εκταφή του. Έτσι, αποφάσισα να πάω μόνος μου στην Κέρκυρα, για να κάνω την εκταφή και ανακομιδή του. Δεν γνωρίζω όμως, εάν η ευλάβειά μου ήταν περισσότερη ή η αναίδειά μου.
Σε όλο μου το ταξίδι είχα και λογισμούς· σε περίπτωση που βρω το Λείψανό του ολόκληρο, τί να κάνω; Διότι αδύνατο τότε να μ’ αφήσουν οι Κερκυραίοι να το πάρω. Το ότι θα το εύρισκα ήμουν σίγουρος, διότι το 1945 είχαν βρη τον τάφο τού Πατρός τα αδέλφια μου και μού έστειλαν χώμα από τον τάφο του, το οποίο ρίξαμε επάνω σ’ ένα συγχωριανό μας, που είχε βγή άλιωτος, και μετά έλειωσε.
Φθάνω λοιπόν στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1958, και εκεί συνέχεια βροχές. Ο Ιερεύς του Κοιμητηρίου μού είπε ή να πάω ξανά άλλη εποχή ή να παραμείνω μέχρι να σταματήσουν οι βροχές. Του είπα· «θα έρθω αύριο το πρωί στον Κοιμητήρι και ο Πατήρ θα βοηθήση».
Την επομένη το πρωί ξεκίνησα με κατακλυσμό, αλλά μόλις έφθασα στο Κοιμητήρι, έπαψε αμέσως η δυνατή εκείνη βροχή και βγήκε ήλιος. Έγινε με καλοσύνη η εκταφή του, διάβασε και το Τρισάγιο ο Ιερεύς, και φεύγοντας με τα Λείψανα, άρχισε πάλι η δυνατή βροχή να συνεχίζη. Ο Ιερεύς τότε μού είπε: «ο Πατήρ έκανε το θαύμα του».
Έφθασα μετά στο ξενοδοχείο. Τοποθέτησα τα Λείψανα στο μαξιλάρι μου και άνοιξα το καπάκι της βαλίτσας, που τα είχα μέσα, για να τα βλέπω, και γονατιστός προσευχόμουν. Όταν είχε νυχτώσει πια, άναψα το φως, για να τα βλέπω και στην συνέχεια της νυκτός και να προσεύχωμαι.
Στις εννέα με δέκα η ώρα το βράδυ (ώρα κοσμική), ενώ προσευχόμουν γονατιστός, άκουσα μια φωνή άγρια να με απειλή και να μού λέγη· «τί Λείψανα είναι αυτά»; Και μια δύναμη ένοιωσα να ορμάη επάνω μου, χωρίς να βλέπω ολόκληρο σώμα· δύο χέρια μαύρα και άγρια να με σφίγγουν γερά, για να με πνίξουν. Εκείνη την στιγμή που κινδύνεψα, δεν ξέρω πώς μού ήρθε, φώναξα δυνατά· «Άγιε Αρσένιε, βοήθησέ με»! Αμέσως τότε ένοιωσα μια άλλη δύναμη, ενός αθλητού, να αρπάζη εκείνα τα φοβερά χέρια και να τα πετάη πέρα και να με ελευθερώνει. Η καρδιά μου πια τότε χτυπούσε γλυκά, και συνέχεια την προσευχή μου με ευλάβεια περισσότερη προς τον Πατέρα Αρσένιο, και την επομένη έφυγα για την Κόνιτσα με τα Λείψανά του. Το γεγονός αυτό το είχα πη τότε μόνο σε δύο άτομα πνευματικά, διότι φοβήθηκα, μήπως το μάθουν περισσότεροι, και οι γυναίκες από αδιάκριτη ευλάβεια μετά πλέξουν και παραμύθια.
Το ότι ήταν Άγιος ο Πατήρ Αρσένιος, για μένα δεν υπήρχε καμία αμφιβολία […].
Αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ, ήταν να γράψω ό,τι γνώριζα για τον Πατέρα Αρσένιο […] και να συγκεντρώσω στοιχεία και από άλλους Φαρασιώτες. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑ ΦΟΥΣΕΚΗ
Ο Πατήρ Αρσένιος χρήματα φυσικά δεν δεχόταν ποτέ, ούτε και έπιανε στα χέρια του.
Συνήθιζε να λέγη: «Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Επί παραδείγματι:
Πήγαν κάποτε από τις Τσαχιρούδες μία
Τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, με αλυσίδες δεμένη, στον Χατζεφεντή, για να την διαβάση.
Επειδή ήταν έγκλειστος εκείνη την ημέρα, οι συγγενείς της βασανισμένης ψυχής παρακάλεσαν τους επιτρόπους να μεσολαβήσουν, για να τους δεχθή, διότι, παρόλο που την είχαν και δεμένη, δεν μπορούσαν και πάλι να την συγκρατήσουν.
Ο Πατήρ τους δέχθηκε και έκανε νόημα για να την λύσουν. Μόλις λύθηκε όμως η δαιμονισμένη, όρμησε στον Πατέρα Αρσένιο, του άρπαξε το ένα του πόδι και το δάγκωνε.
Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, για να την διαβάση, δεν το άνοιξε, παρά την χτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως από την γυναίκα, η οποία άρχισε μετά να κλαίη και να φιλάη με ευλάβεια το δαγκωμένο πόδι του Πατρός.
Επίσης ο πατέρας της έπεσε και αυτός στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχθή ολόκληρο τον κεσέ του (το πουγγί) και έλεγε:
– Παρ’ τα όλα, να είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου.
Ο Πατήρ τον σήκωσε επάνω και του είπε:
– Κράτησε τα λεφτά σου· η πίστη μας δεν πουλιέται.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ», του Αγίου Παϊσίου.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ 3
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!» λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντῆ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντοπίους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε χάρη καὶ παρηγοριά. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ. Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν ὡς πρόσφυγες γιὰ τὴν Ἑλλάδα· πράγμα ποὺ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μ.Χ. μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ᾿ ἕνα νησί.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλο του τὸν ἑαυτὸ σ᾿ Αὐτόν.
Κοιμήθηκε στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 1924 στὴν Κέρκυρα καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.
Πηγή ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ fb