Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

σήμερα με τους τόσους σκοτωμούς , να και ένας άνθρωπος που σκότωνε την αμαρτία

 


Ὁ Ἅ­γιος Ἐρημίτης παπα–Τύχων † Ἐ­κοι­μή­θη στίς 10 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1968

Ἑορτάζει στὶς 10 Σεπτεμβρίου
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
«Τῆς Ῥωσίας φωστῆρα νεολαμπέστατον, καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐρημιῶν οἰκιστήν, τὸν ἁπλουν καὶ ταπεινὸν ἀνευφημήσωμεν, Τύχωνα ὥσπερ θεαυγῆ, ἀσκητὴν ἀεὶ Θεόν, δοξάζοντα ἐκβοῶντες· τυχεῖν εὐκλείας ἀλήκτου, τοὺς σὲ τιμῶντας καταξίωσον.»
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
«Χριστοῦ ἀγάπης τῷ βαλσάμῳ τὸν ἰώμενον, ψυχῆς τὰ τραύματα αὐτῷ τῶν μετὰ πίστεως, προσιόντων ταπεινόφρονα δεῦτε πάντες, καὶ ἁπλοῦν ἱερομόναχον τιμήσωμεν, τὸν σαλπίσαντα Θεοῦ ὡς σάλπιγξ εὔηχος, δόξαν κράζοντες· Χαίροις Τύχων μακάριε.»
Μεγαλυνάριον
«Χαίροις χαριτόβρυτε ἀσκητά, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μάκαρ Τύχων πανευκλεές, χαίροις ὁ δοξάζων, τὸν Κύριον ἐν βίῳ, ἀπαύστως ταπεινόφρον, καὶ πνευματέμφορε.»
Ὁ πα­πα–Τύ­χων, κα­τά κό­σμον Τι­μό­θε­ος Γκολεγ­κώφ τοῦ Πα­ύ­λου καί τῆς Ἑ­λέ­νης γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1884 στή Νόβα Μι­χα­λό­σκα τῆς Ρωσ­σί­ας. Ἀ­πό μι­κρός αἰ­σθάν­θη­κε τήν μο­να­χι­κή κλή­ση. Μέχρι νά ἐ­νη­λι­κι­ω­θῆ γύ­ρι­σε ὡς προ­σκυ­νη­τής πολ­λά ρωσ­σι­κά Μο­να­στή­ρια. Κα­τό­πιν πῆ­γε, προ­σκύ­νη­σε στο­ύς Ἁ­γί­ους Τόπους καί ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἐ­κά­ρη μο­να­χός στό Κελ­λί Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπου­ρα­ζέ­ρη μέ τό ὄ­νο­μα Τύχων.
Με­τά ἀ­πό πέν­τε χρό­νια ἐ­πε­θύ­μη­σε ἀ­νώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ζωή καί πῆ­γε γιά 15 χρό­νια στά Κα­ρο­ύ­λια. Ἔ­με­νε σέ μία σπη­λιά, ἔ­τρω­γε κά­θε τρεῖς μέ­ρες μία φο­ρά καί δα­πα­νοῦ­σε ὅ­λον τόν χρό­νο του στήν προ­σευ­χή, στήν με­λέ­τη καί στίς με­τά­νοι­ες. Τόν κα­θωδη­γοῦ­σε ἕ­νας σο­φός καί πρα­κτι­κός Γέροντας.
Ὅ­ταν ἀ­σκή­τευ­ε στά Κα­ρού­λια, γνώ­ρι­σε δύ­ο μο­να­χούς πού νή­στευ­αν πο­λύ, ἔ­κα­ναν ἀ­πό χί­λι­ες με­τά­νοι­ες ἀλλά πέ­θα­ναν νέοι.
Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε καί ἔ­με­ινε σ᾿ ἕ­να Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νό Κελ­λί τῆς Κα­ψά­λας στήν ὑ­πα­κοή Γέροντος, τόν ὁ­ποῖ­ον γη­ρο­κό­μη­σε. Με­τά ἀ­πό πα­ρο­τρύν­σεις ἔ­γι­νε Ἱε­ρέ­ας καί Πνευ­μα­τι­κός· ἔ­κτι­σε Ἐκ­κλη­σά­κι τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ.
Κρά­τη­σε κά­πο­τε δύ­ο νέ­ους μο­να­χούς ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κούς γιά ἕ­να ὀ­κτά­μη­νο. Προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν ἀ­κο­λου­θοῦν στό τυ­πι­κό του. Τούς τό­νι­ζε ὅ­τι ἐ­δῶ στήν ἔ­ρη­μο πού ἤρ­θα­με, πρέ­πει νά δο­ξο­λο­γοῦ­με τόν Θε­ό καί ὄ­χι νά κοι­μώ­μα­στε καί νά τρῶ­με σάν ζῶ­α. Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα ἔ­τρω­γαν μί­α φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­λά­δω­το, ἐ­νῶ τό Σάβ­βα­το καί τήν Κυ­ρια­κή ἔ­βα­ζε μό­νο τρεῖς κου­τα­λι­ές τῆς σού­πας λά­δι στήν κα­τσα­ρό­λα. Ἔ­παιρ­νε ὁ κα­θέ­νας τό φα­γη­τό καί τό ἔ­τρω­γε στό κελ­λί του. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά πά­ρε­τε καί ἄλ­λο φα­γη­τό». Εἶ­χε δι­ά­κρι­ση καί οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά κα­λο­γέ­ρια του.
Με­τά τήν ἀ­λά­δω­τη καί ἀ­σκη­τι­κή τρά­πε­ζα ὁ πα­πα–Τύ­χων περ­πα­τοῦ­σε ἤ­ρε­μα γύ­ρω στήν πε­ρι­ο­χή τῆς κα­λύ­βης του καί ἔ­λε­γε ἐκ­φώ­νως τήν εὐ­χή μέ ἀ­νεί­κα­στο πό­θο. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του ρυθ­μι­κά. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν, «Τί κά­νεις, Γέ­ρον­τα;», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ἀρ­χί­ζει ἡ καρ­διά νά ζε­σταί­νε­ται».
Καί στόν ὕ­πνο του ἀ­κό­μη δέν δι­ε­κό­πτε­το ἡ εὐ­χή. Με­γά­λη κα­τά­στα­ση. «Ἐ­γώ κα­θεύ­δω, διά τήν χρεί­αν τῆς φύ­σε­ως, ἡ δέ καρ­δί­α μου ἀ­γρυ­πνεῖ, διά­ τό πλῆ­θος τοῦ ἔ­ρω­τος»[1].
Μι­λοῦ­σαν πο­λύ λί­γο με­τα­ξύ τους. Κά­πο­τε ἔ­κα­ναν 17 ἡ­μέ­ρες νά ἀν­ταλ­λά­ξουν κου­βέν­τα. Μό­νο ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν ἐ­πι­σκέ­πτες τούς φώ­να­ζε νά ἀ­κοῦ­νε καί αὐ­τοί τήν πνευ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση καί νά ὠ­φε­λοῦν­ται.
Ὅ­ταν πρω­το­πῆ­γε νά τόν ἐ­πι­σκε­φθῆ ὁ γε­ρω–Νε­κτά­ριος ὁ «Κα­ρα­μαν­λῆς», τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε μέ ἀ­γά­πη καί τοῦ πα­ρέ­θε­σε «ἐ­πί­ση­μη τρά­πε­ζα». Πῆ­γε ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή καί μά­ζε­ψε μί­α χο­ύ­φτα ἐ­λι­ές ἀ­πό τό δέν­δρο, τοῦ ἔ­φε­ρε χον­τρό ἁ­λά­τι καί σκου­λη­κι­α­σμέ­νο πα­ξι­μά­δι ἀπ᾿ τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­τρω­γε καί ὁ ἴ­διος.Ὕ­στε­ρα τόν ἄ­φη­σε λέ­γον­τάς του: «Ἐγ­κώ τώ­ρα φέ­λει κά­νει προ­σευ­χή», καί μπῆ­κε στό Κελ­λί του. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τά ἔ­φα­γε, για­τί ὁ ἀ­κτή­μων ἀ­σκη­τής τά πρό­σφε­ρε μέ ἀ­γά­πη καί ἁ­πλό­τη­τα.
Ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος παν­το­πώ­λης τῶν Κα­ρυ­ῶν κ. Θε­ό­δω­ρος Τα­λέ­ας εἶ­χε πνευ­μα­τι­κό τόν πα­πα–Τύ­χω­να. Μία φο­ρά πού εἶ­χε πά­ει γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τοῦ εἶ­πε ὁ προ­η­γού­με­νος ἐ­πι­σκέ­πτης ὅ­τι ὁ παπα–Τύ­χων τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι θά ἔρ­θει με­τά ἀ­πό σέ­να ὁ Θό­δω­ρος καί θά φέ­ρει αὐ­τά καί αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη­σαν.
Τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­ποι­ος καί ὁ πα­πα–Τύχων τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­σύ, παι­δί μου, δέν ἦρ­θες γιά μέ­να, ἀλ­λά νά δῆς ἄν ἔ­χη ἡ πε­ρι­ο­χή ἀ­γρι­ο­γο­ύ­ρου­να».
Ἔ­κα­νε γιά ἐρ­γό­χει­ρο εἰ­κό­νες (Ἐ­πι­τα­φί­ους). Μία εἰ­κό­να μπο­ρεῖ νά ἔ­κα­νε καί δύ­ο χρό­νια νά τήν τε­λει­ώ­ση. Ἐρ­γό­χει­ρο στήν ἀρ­χή ἔ­κα­νε μία ὥ­ρα, ὕ­στε­ρα μι­σή, με­τά τό κα­τήρ­γη­σε τε­λεί­ως.
Ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πι­με­λῶς τήν κα­τά­κρι­ση. Ὅ­ταν ἔ­στελ­νε τούς πα­ρα­γυι­ούς του στίς Κα­ρυ­ές, πή­γαι­νε μα­ζί τους πε­ρί­που ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο καί περ­νοῦ­σαν ἀ­πό ἕ­να Κα­λύ­βι Ρώσ­σου γεί­το­νά τους. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν λί­γο εὐ­τρα­φής ὁ γείτονάς τους πα­πᾶς, γιά νά μήν τόν κα­τα­κρί­νουν, τούς συμ­βού­λευ­ε πα­τρι­κά. «Ὅ­ταν δῆ­τε τόν πα­πα–Ε., νά πῆ­τε: «Αὐ­τός εἶ­ναι ἅ­γιος ἄν­θρω­πος, τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με» καί νά τοῦ φι­λή­σε­τε τό χέ­ρι».
Τούς ἔ­λε­γε κατά τήν ἐ­πιστροφή τους ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές, νά μήν τόν ἐ­νο­χλοῦν, ἀλ­λά μό­νον νά χτυ­ποῦν τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του, γιά νά κα­τα­λα­βα­ί­νη ὅ­τι ἐ­πέ­στρε­ψαν, καί ὕ­στε­ρα νά πᾶ­νε στό κελ­λί τους. Κά­πο­τε ὁ ἕ­νας ἀ­πό κα­λή πε­ρι­έρ­γεια κοί­τα­ξε ἀ­πό τήν χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας, γιά νά δῆ τί κά­νει ὁ Γέ­ρον­τας. Τόν εἶ­δε νά κλαί­η, νά σκου­πί­ζη τά δά­κρυ­ά του μέ μαν­δή­λι καί νά θρη­νῆ ρα­πί­ζον­τας ἐ­λα­φρά τήν κε­φα­λή του. Ἀ­γα­ποῦ­σε ὑ­περ­βο­λι­κά τήν με­τά­νοι­α, ἄν καί ἡ ζω­ή του ἦ­ταν ἁ­γί­α, δο­σμέ­νη ἀ­πό νε­ό­τη­τος στόν Θε­ό. Τά δά­κρυ­ά του ἦ­ταν κα­θη­με­ρι­νή τρο­φή του. Εἶ­χε πολ­λά δά­κρυ­α καί πολ­λή κα­τά­νυ­ξη. Μέ τά δά­κρυά του μού­σκευ­ε τά πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Τά σκού­πι­ζε μέ τά μαλ­λιά του σάν τήν γυ­ναῖ­κα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Στό κελ­λί του ἔ­κα­νε ἐρ­γα­σί­α πνευ­μα­τι­κή καλ­λι­ερ­γών­τας τήν με­τά­νοι­α καί τό χα­ρο­ποι­όν πέν­θος.
Καί ὅ­ταν ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε κα­τανυσ­σό­ταν, ἔ­κλαι­γε συμ­πά­σχον­τας μέ τόν ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νο. Ἕ­νας μα­θη­τής τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα–Τύ­χω­να. Ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε πα­πᾶς καί ἔ­λε­γε: «Αὐ­τή ἡ φα­λά­κρα μου εἶ­ναι βρεγ­μέ­νη μέ τά δά­κρυ­α τοῦ πα­πα–Τύ­χω­να».
Λει­τουρ­γοῦ­σε συ­νή­θως κά­θε Κυ­ρια­κή, ἀλ­λά εἶ­χε φυ­λαγ­μέ­νο Ἅ­γιον Ἄρ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε κά­θε μέ­ρα.
Ὁ πα­πα–Τύχων εὐ­λο­γῶν
Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.
Τόν πα­πα–Τύ­χω­να, τόν ξε­λει­τουρ­γοῦ­σε καί ὁ γε­ρω–Γε­ρόν­τιος, τόν ὁποῖο πλή­ρω­νε δέ­κα δραχ­μές γιά κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη πού δί­ναν πέν­τε δραχ­μές στόν πα­πᾶ. Μία φο­ρά ὁ γερω–­Γε­ρόν­τιος τόν εἶ­δε ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νο πά­νω ἀ­πό τήν γῆ. «Πιό με­γά­λο ἅ­γιο σ᾿ ὅ­λο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἔ­χω δεῖ», ἔ­λε­γε.
Δι­η­γή­θη­κε καί ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος: «Ὁ παπα–Τύ­χων στήν Λει­τουρ­γί­α, γιά νά μήν ἀ­πο­σπᾶ­ται, κλε­ί­δω­νε τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἐ­γώ ἔ­λε­γα τό ”Κύριε ἐ­λέ­η­σον” ἀπ᾿ ἔ­ξω ἀ­πό τόν δι­ά­δρο­μο. Μία φο­ρά, σέ μία Λει­τουρ­γί­α κα­τά τήν ὥ­ρα τοῦ κα­θα­για­σμοῦ τῶν Τι­μί­ων Δώρων, χά­θη­κε ἡ φω­νή του. Πε­ρί­με­να πέν­τε ὧ­ρες πε­ρί­που καί δέν τόν δι­έ­κο­ψα για­τί δέν εἶ­χα εὐ­λο­γί­α. Με­τά ἀ­πό πέν­τε ὧ­ρες συ­νέ­χι­σε μέ τό «Ἐξαιρέτως…». Ποῦ βρι­σκό­ταν τό­σες ὧ­ρες; Μᾶλ­λον ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α. Τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α τε­λε­ί­ω­σε τό ἀ­πό­γευ­μα».
Ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­μέ­ρι­μνος καί δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά. Τό κελ­λί του πο­τέ δέν τό σκού­πι­ζε. Στό πά­τω­μα τοῦ κελ­λιοῦ του τά χώ­μα­τα καί οἱ τρί­χες εἶ­χαν κά­νει βου­να­λά­κια πού ἔ­μοια­ζαν σάν καύ­κα­λα χε­λώ­νας.
Ἔ­κα­νε γύ­ρω στίς τρεῖς χι­λιά­δες με­τά­νοι­ες καί συμ­βού­λευ­ε κά­ποι­ον μο­να­χό: «Νά κά­νης πολ­λές με­τά­νοι­ες, μέ­χρι νά μου­σκέ­ψη ἡ φα­νέλ­λα σου ἀπ᾿ τόν ἱ­δρῶ­τα».
Ἀ­πό τήν πο­λύ­ω­ρη ὀρ­θο­στα­σί­α, τά πό­δια του ἦ­ταν πάν­τα πρη­σμέ­να.
Νή­στευ­ε πο­λύ. Ἕ­να ψω­μί μπο­ρεῖ νά τό ἔ­τρω­γε καί σέ ἕ­να μῆ­να. Εἶ­πε κά­ποι­α μέ­ρα στούς δύ­ο μο­να­χούς νά μα­ζέ­ψουν κού­μα­ρα καί νά τά βρά­σουν στήν κα­τσα­ρό­λα. Ὅ­ταν εἶ­δε τό κόκ­κι­νο ζου­μί, τούς εἶ­πε ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­κά­νουν κού­μα­ρα, για­τί ἔ­χουν πο­λύ αἷ­μα.
Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν με­λέ­τη. Δι­ά­βα­ζε δύ­ο–τρεῖς ὧ­ρες καί γλυ­και­νό­ταν. Ἔ­λε­γε: «Τί γλυ­κός πού εἶ­ναι ὁ ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ!». Εἶ­χε δι­α­βά­σει δύ­ο–­τρεῖς φο­ρές καί τά Ἅ­παν­τα τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου.
Ὅ­λη τή νύ­χτα δέν ἐκοιμᾶτο σχε­δόν κα­θό­λου. Μό­λις νύ­χτω­νε κα­λοῦ­σε τούς πα­τέ­ρες στήν Ἐκ­κλη­σί­α χτυ­πών­τας τόν τοῖ­χο. Μέ­χρι πρό τοῦ με­σο­νυκτί­ου ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή στό Ἐκ­κλη­σά­κι καί ἔ­ψαλλε ὁ ἴ­διος. Τούς ἔ­λε­γε νά κά­θων­ται σέ κά­ποι­ες στιγ­μές, ὕστε­ρα πά­λι ὄρ­θιοι. Στό τέλος εὔ­χον­ταν γιά ὅ­σους τούς βο­η­θοῦ­σαν, καί ὕ­στε­ρα πή­γαι­ναν στά κελ­λιά τους. Ἔ­λε­γε στά κα­λο­γέ­ρια του: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά κά­νε­τε ὅ­σες με­τά­νοι­ες θέ­λε­τε, καί ἄν μπο­ρῆ­τε νά ἀ­γρυ­πνή­σε­τε ὅ­λη τή νύ­χτα».
Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Τύ­χων: «Μέ­σα στά Μο­να­στή­ρια ὑ­πάρ­χουν ἀ­γω­νι­στές καί προ­χω­ρη­μέ­νοι πα­τέ­ρες. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­το­ύς εἶ­ναι στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου (πα­πα–Ματ­θαῖ­ος), ἕ­νας στῶν Ἰ­βή­ρων (πα­πα–Θα­νά­σης, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα–Τύ­χω­να), καί ἕ­νας στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου (πα­πα–Θα­νά­σης)».
«Με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια πα­ρα­μο­νή στό Κοι­νό­βιο, ὁ μο­να­χός εἶ­ναι γιά πό­λε­μο» (πνευ­μα­τι­κό).
«Οἱ κα­λές συ­νή­θει­ες εἶ­ναι ἀ­ρε­τές καί οἱ κα­κές εἶ­ναι πά­θη».
«Ὁ κα­λό­γε­ρος νά μήν ἔ­χη σχέ­ση μέ τά ζῶ­α, για­τί αὐ­τά τοῦ παίρ­νουν τό νοῦ καί τήν καρ­διά. Δι­ό­τι, ἀν­τί νά δώ­ση τήν ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό, μοι­ρά­ζε­ται στά ζῶ­α. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος ἀ­πα­γο­ρεύ­ει στόν μο­να­χό πού θά χα­ϊ­δέ­ψει γά­τα ἤ σκύ­λο, νά κοι­νω­νή­ση».
«Ἡ εὐ­χή, «τό Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­», εἶ­ναι σι­τά­ρι κα­θα­ρό. Ὁ κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κτή­ση τήν εὐ­χή».
«Μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἄν δέν προ­σέ­ξη κα­νείς, μπο­ρεῖ νά πλα­νη­θῆ, ὅ­πως ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης».
«Κα­λύ­τε­ρα τρεῖς με­τά­νοι­ες μέ τα­πε­ί­νω­ση, πα­ρά χί­λι­ες μέ ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη».
«Μό­νο ἡ τα­πεί­νω­ση θά μᾶς σώ­σει. Τα­πει­νό­φρο­νες πραγ­μα­τι­κο­ύς πο­λύ λί­γους θά βρεῖς. Πρέ­πει νά το­ύς ψά­ξης μέ τό κε­ρί». Τό­σο ἀ­γά­πη­σε τήν τα­πεί­νω­ση πού γύ­ρι­σε ὁ­λό­κλη­ρο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ψά­χνον­τας νά βρῆ τα­πει­νό ἄν­θρω­πο. Ἐ­πί τέ­λους βρῆ­κε στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού εἶ­χε ἐν­δυ­θῆ σάν δι­πλο­ΐ­δα τήν ἀ­λη­θι­νή καί τε­λεί­α τα­πεί­νω­ση. Ὑ­πῆρ­χαν βέ­βαι­α καί πολ­λοί ἄλ­λοι ἀλ­λά ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι στά μά­τια τῶν πολ­λῶν.
Κα­λοῦ­σαν τόν πα­πα–Τύ­χω­να στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου γιά νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ τά κα­λο­γέ­ρια. Τό­τε ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἑ­ξῆν­τα πα­τέ­ρες. Εἶ­χε εὐ­λά­βεια στόν ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο τόν Ρῶσ­σο καί λει­τουρ­γοῦ­σε στό σπή­λαι­ο πού ἔ­ζη­σε ὁ ὅ­σιος Ἀν­τώ­νιος Πε­τσέ­ρσκα­για. Ἔ­πει­τα ἐ­πέ­στρε­φε στό Κελ­λί του μέ τά πό­δια, καί μά­λι­στα βά­δι­ζε πο­λύ γρή­γο­ρα.
Εἶ­χε φι­λί­α καί πολ­λές σχέ­σεις μέ τόν ἅ­γιο Σι­λουα­νό τοῦ Ρωσ­σι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν κο­ί­μη­σή του πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν πα­πα–Τύχωνα καί συ­νω­μί­λη­σαν.
Κα­ρυ­ώ­της Γέρων μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὁ πα­πα–Τύχων ἦ­ταν πο­λύ ἁ­πλός καί ζοῦ­σε σ᾿ ἕ­να δι­κό του κό­σμο. Ἦ­ταν βια­στής πο­λύ καί πα­ρό­λο πού νή­στευ­ε ἦ­ταν σω­μα­τώ­δης. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό Κελ­λί μας καί τόν βά­ζα­με νά φά­η, ἔ­τρω­γε μό­νο δυό κου­τα­λι­ές γιά εὐ­λο­γί­α. Τώρα δέν ἔ­χει κα­νέ­να σάν αὐ­τόν, μήν ψά­χνε­τε».
Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­πε στά κα­λο­γέ­ρια του, ὅ­ταν πεθάνη, νά μήν τόν ξε­θά­ψουν. Ὁ ἕ­νας σκέ­φθη­κε: «Θά τόν βγά­λω καί θά πῶ εὐ­λό­γη­σον». Ὁ πα­πα–­Τύχων δι­ά­βα­σε τόν λο­γι­σμό του καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν ἔ­χει εὐ­λο­γία­».
Ἐ­κοι­μή­θη στίς 10 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1968 ἀ­φοῦ προηγουμένως εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α μα­ζί μέ τόν ἅ­γιο Σέργιο καί τόν ἅ­γιο Σε­ρα­φε­ίμ, πού τοῦ προ­εῖ­παν ὅ­τι θά πε­ρά­σει ἡ ἑ­ορτή τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου καί θά τόν πά­ρουν.
Κοντά του ἦ­ταν ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος πού τόν γη­ρο­κό­μη­σε, τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες, τόν ἔ­θα­ψε καί τόν δι­α­δέ­χθη­κε στό Κα­λύ­βι. Ὁ ἴ­διος ἔ­γρα­ψε τόν βί­ον τοῦ πα­πα–Τύχωνα με­τά ἀ­πό θαυ­μα­στή ἐμ­φά­νι­σή του στό βι­βλί­ο Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες.
Τό τί­μιο λε­ί­ψα­νό του μέ­χρι σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει θαμ­μέ­νο ἀ­να­μέ­νον­τας τήν κοι­νήν Ἀ­νά­στα­σιν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.
Η Προσευχὴ του Γολγοθά
«Ἅγιε Γολγοθᾶ, θεῖε Γολγοθᾶ, παρακαλῶ πές μου πόσες χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους καθάρισες καὶ ἔστειλες καὶ γιόμισες τὸν γλυκὸ Παράδεισο. Θεμέλιο γιὰ τὸν γλυκὸ Παράδεισο εἶναι ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς. Ἁμαρτωλοὶ ἐλᾶτε ἐδῶ, νὰ μὴν ἀργήσετε. Ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς ἀνοικτός. Ἡ σταύρωσις. Ὁ Χριστὸς Ἐλεήμων. Μᾶς περιμένει νὰ τοῦ λούσουμε τὰ πόδια. Μακάριοι ἐμεῖς, ἂν μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός, μὲ ταπείνωση, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ζεστὴ καρδιά, μὲ ζεστὰ δάκρυα νὰ πλύνουμε τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ, ἂν θελήσουμε πολλὲς φορές. Ὕστερα ὁ Χριστὸς θὰ πλύνη τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ γίνῃ καθαρὴ ἡ ψυχή μας καὶ θ᾿ ἀνοίξει τὸν γλυκὸ Παράδεισο. Ὕστερα ἐμεῖς μετὰ χαρᾶς θὰ πᾶμε στὸν γλυκὸ Παράδεισο, γιατὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι Πάντες μᾶς περιμένουν. Μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους, Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ θὰ δοξολογοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
ἁμαρτωλὸς Τύχων

Παναγία Παραμυθία Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ