Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

" Χούντα είναι και θα περάσει, Χολέρα είναι και θα φύγει " φώναζε ένας παλαβούστικος στην πλατεία και είπα μέσα μου "αν διαβάζαμε Παλαμά και Παπαδιαμάντη θα μας έφευγε ο καημός;

 


Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς…

 

Πατρίδα μου, τι θες να σου χαρίσω

για τον καλό το χρόνο που θα ’ρθή;

 

Παιδί μου, το κορμί το λιονταρίσσο

και το παλληκαρίσσο το σπαθί,

και τη νεραϊδογέννητη τη χώρα

μαζί με το δικέφαλο αϊτό.

Δε θέλω εγώ καινούργια ή ξένα δώρα,

Παληά δικά μου πλούτη σου ζητώ.

 

Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια

τα χαίροντ’ άλλοι μεσ’ την οικουμένη,

και λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φίδια

κ’ εκεί μέσα πεθαίνουν αντρειωμένοι.

 

Παιδί μου, όταν τη δόλια σου μητέρα

με του παιδιού τον πόνον αγαπάς,

με την αγάπη μοναχά μια ημέρα

την παληά της δόξα θα της πας!

 

Κωστής Παλαμάς

 



 

Τα Πτερόεντα Δώρα: Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


·        Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκόςκατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψησυστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃθεῖος ἄγγελοςἜφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

  Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.

  Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

  Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρνανἩ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκναβλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆΤὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖανἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδηκαὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν τωνκαὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνουςἜφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

  Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένονἮσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.

  Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.

  Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

  Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.

Εφημερίδα «Αλήθεια», 1 Ιανουάριου 1907.