Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

" Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει τον Παράδεισο" έλεγε ο νέος Άγιος μας ο Νέος Αθανάσιος ο Χαμακιώτης

Έλεγε μάλιστα σ' ένα κήρυγμά του: «Παιδί, ξέρεις τί γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει τον Παράδεισο».

Από τα πολλά περιστατικά που καταγράφηκαν θα αναφερθούμε σ' ένα που δείχνει την απέραντη θυσιαστική αγάπη του.

Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια.

Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της.

Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο.

Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε.

Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε: –Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο άσπρο ψωμάκι!

Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.

Σκεφτόταν η άρρωστη:

–Πειρασμός, είναι!

«Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).

Έξω τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι.

Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης κάπου στην Πεύκη, όπου έκανε αγιασμό σ' ένα σπίτι.

Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δυο κομμάτια άσπρο ψωμί.

Ήταν ότι καλύτερο μπορούσαν να του δώσουν. Όμως ο Γέροντας δεν το κράτησε, ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δυο που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα!

Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.

–Τί κάνεις, παιδί;

–Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!

Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π. Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.

–Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ' ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!

Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.

–Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;

Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.

Ο π. Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ' αυτό το σπίτι.

Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στη «Νερατζιώτισσα». Ο μακρύς δρόμος της θυσιαστικής αγάπης του Πνευματικού Πατέρα, τουλάχιστον για εκείνη την μέρα, τελείωσε... 



Από το 1963 εγκαταβιώνοντας στο μοναστήρι δεν άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο της ζωής του. Προσευχόμενος, λειτουργών, ελεών. Σ' όλα αυτά προστέθηκε και η πνευματική καθοδήγηση των μοναζουσών. Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να βοηθήσει πνευματικά τις μοναχές, οι οποίες θυμούνται εναργέστατα με πόσο παιδαγωγικό τρόπο και διάκριση εκινείτο.

Όλο αυτό το διάστημα των τεσσάρων χρόνων ο Γέροντας προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Προσεύχεται με δάκρυα και περιμένει.

Το μακάριο τέλος του

Το Μάϊο του 1967 η υγεία του επιδεινώνεται και μεταφέρεται στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.

Κατά τις μαρτυρίες των πνευματικών του παιδιών, που τον υπηρετούσαν, ο Γέροντας ζούσε θαυμαστές καταστάσεις. Καθημερινά κοινωνούσε των αχράντων μυστηρίων.

Έδινε τις τελευταίες συμβουλές στα αγαπημένα πνευματικά του παιδιά. Το τέλος του ήταν μακάριο, θυμίζει το τέλος των μεγάλων αγίων που διαβάζουμε στα παλαιά συναξάρια.

«Όσο ήταν στο νοσοκομείο καθημερινά ερχόταν ο ιερέας από τη Μονή Πετράκη για να τον κοινωνήσει. Τις τελευταίες μέρες ο πυρετός ανέβηκε στα ύψη. Το θερμόμετρο έδειχνε 42 βαθμούς. Τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου γυρίζει και λέει στην μοναχή.

-Παιδί, απόψε να είσαι έτοιμη.

-Γιατί Γέροντα;

-Απόψε θα έχω μια μεγάλη επίσκεψη και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κοινωνήσουμε. Είναι ευκαιρία∙ να μην την χάσεις και συ αυτή την ευκαιρία.

-Ναι γέροντα, αύριο θα έρθει ο ιερέας, απάντησε η μοναχή, χωρίς να καταλάβει τι εννοούσε ο γέροντας. Όχι, απόψε θα κοινωνήσουμε, επέμενε. Θα έλθουν οι άγγελοι! Διάβασε τώρα την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως.

Η μοναχή την διάβασε και μόλις τελείωσε της λέει:

-Επανέλαβέ την.

Την διάβασε για δεύτερη φορά και ο Γέροντας ξαναλέει:

-Αφού δεν θα προλάβουμε, διάβασέ μου και τις τελευταίες ευχές.

Η μοναχή διάβασε: «Πιστεύω Κύριε καί ομολογώ...» και τα υπόλοιπα. Ο Γέροντας συνέχισε.

-Ψάλλε τώρα το «επί της θείας φυλακής ὁ θεηγόρος Αββακούμ...»

Έδωσε μάλιστα και τον ήχο. Η μοναχή έψαλλε: «Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ, στήτω μεθ' ἡμῶν καὶ δεικνύτω, φαεσφόρον Ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα· Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος».

Πράγματι, τι ωραία και πόσο κατάλληλη για την στιγμή επιλογή.

-Επανάλαβέ το.

Η μοναχή το επανέβαλε.

-Κι άλλη φορά».

Αφήνουμε την συνέχεια της αφηγήσεως στην μοναχή που έζησε αυτή την συγκλονιστική στιγμή: «Ενώ έψαλλα το τροπάριο και έφτασα στη λέξη «Αββακούμ» μου δίνει μια ώθηση να πέσω κάτω. Γονάτισα γρήγορα, έριξε πάνω μου το σεντόνι και με μισοσκέπασε.

Ο Γέροντας με όση δύναμη διέθετε σηκώθηκε λίγο, ύψωσε τα χέρια του και είπε με δέος τα λόγια πριν την Θεία Μετάληψη, όπως τα λένε οι ιερείς. Εγώ φοβόμουν μην πέσει και προσπαθούσα να δω τι κάνει παραμερίζοντας λίγο το σεντόνι. Έκανε τις ίδιες κινήσεις που έκανε όταν κοινωνούσε στην Αγία Τράπεζα, λέγοντας: «Ἰδοὺ προσέρχομαι Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν. Μεταδίδοταί μοι Ἀθανασίῳ τῷ ἀναξίῳ Ιερομονάχῳ, το τίμιον καὶ πανάγιον ....».

Άνοιξε το στόμα του και δέχθηκε την Θεία Κοινωνία από φαεσφόρον άγγελον! Έκπληκτη τον έβλεπα μέσα στη νύχτα με το λιγοστό φως να κοινωνεί και να ρουφάει το αίμα του Κυρίου και να λέει: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός...καί τοῦ Υἱοῦ...καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Είπε το «Αμήν» και ήρεμα έγειρε, πλημμυρισμένος από ανείπωτη χαρά και βαθύτατη συγκίνηση για την ανέλπιστη δωρεά του Θεού. Έπειτα γύρισε και μου είπε:

-Διάβασε τώρα την Ευχαριστία.

Την διάβασα, αν και τα είχα χαμένα. Έπειτα τον πήρε ένας γλυκός ύπνος. Ξημέρωσε. Και επειδή ο π. Σ. από τη Μονή Πετράκη ερχόταν κάθε πρωί για να τον κοινωνήσει του λέω:

-Γέροντα να διαβάσουμε την Θεία Μετάληψη, γιατί θα' ρθει ο π. Σ. να σε κοινωνήσει;

Ο Γέροντας αντέδρασε.

-Όχι παιδί. Άπαξ εκοινώνησα! Είδες τίποτα;

Δεν ήξερα πώς να φερθώ.

-Ε...όχι...Γέροντα...

Τι μπορούσα να πω;

Μετά από λίγο καιρό ήρθε ο π. Σ. με την Θεία Κοινωνία. Μόλις τον είδε είπε πάλι:

-Άπαξ εκοινώνησα!

Ο π. Σ. έφυγε συγκλονισμένος και αμίλητος.

Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 17 Αυγούστου 1967 και ετάφη στο Ιερό Ησυχαστήριο Φανερωμένης.

πηγ'η https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/60024-ieromonaxos-athanasios-xamakiotis-enas-neos-agios