ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ προς ΤΣΑΜΑΔΟ
« Δὲν ἤξευρα ἀλήθεια ἄλλα πράγματα,
ἀλλ᾿ ἐγνώριζα ἐκεῖνο ποὺ σώζει τὴν πατρίδα. Ἂν αὐτοὶ ποὺ καυχιοῦνται ὅτι
ἠξεύρουν νὰ κάμουν τοὺς νόμους, αὐτοὶ θὰ εἶχαν γῆν νὰ καθίσουν, οἶκον νὰ
ἀρχηγεύσουν, ἂν τὰ σπαθιά μας καὶ τὰ τουφέκια μας δὲν ἤθελε κοιμήσουν εἰς τὸν
ὕπνον τοῦ θανάτου τοὺς παλληκαράδες τῶν ἀλλοφύλων; Μὴ μὲ καταφρονεῖς, λοιπόν,
Δημήτρη, πὼς τάχα δὲν γνωρίζω τὰ ἁρμόδια καὶ τὰ πρεπούμενα, διατὶ ἀδικεῖς τὰ
χυμένα αἵματα τῶν Ἑλλήνων, χυμένα διὰ τὴν πατρίδα.»